Οι ασκοί του Αιόλου για την κρίση της έμφυλης καταπίεσης των ημερών άνοιξαν μετά την μαρτυρία της Μπεκατώρου. Μια ολυμπιονίκης αποφασίζει να εκτεθεί δημοσιοποιώντας την σεξουαλική της καταπίεση από μεγαλοπαράγοντα του αθλητικού κόσμου. Η δημοσιοποίηση γίνεται σε εκδήλωση, στη συνέχεια στα ΜΜΕ για να καταλήξει στη «δικαιοσύνη». Αυτό που ακολούθησε είναι η έξαρση ενός κοινωνικού φαινομένου που εκδηλώθηκε με όξυνση των αντιθέσεων επί του συγκεκριμένου. Από τη μία, διάφοροι συστημικοί συνήγοροι της έμφυλης καταπίεσης ξεδίπλωσαν όλη τους την πολεμική επιχειρηματολογία επί όσων γυναικών άρχισαν να δημοσιοποιούν τα τραυματικά τους βιώματα. «Γιατί τα δημοσιοποιούν τώρα;»… «γιατί πήγαιναν μόνες τους σε κλειστά γραφεία;»… «είχαν συμφέροντα που ματαιώθηκαν γι’ αυτό και τα δημοσιοποιούν;»… και άλλα ευτράπελα της ιστορίας. Από την άλλη, οι μαρτυρίες γενικεύτηκαν και απλώθηκαν σε όλο το φάσμα της οριακότητας των έμφυλων διακρίσεων. Από τον χώρο του (πρωτ)αθλητισμού που επικυριαρχείται από όλη την εγγενή παρακμή και την συνακόλουθη ματαιοδοξία της καριερίστικης λογικής -και ως απόρροια ακριβώς αυτής της λογικής- οι μαρτυρίες απλώθηκαν στον «χώρο της τέχνης».
Είναι αλήθεια ότι από τη μία, η θεσμική θέση των θυμάτων δεν επέτρεπε την αποσιώπηση και από την άλλη το Θέαμα, ως κοινωνικός διαμεσολαβητικός μηχανισμός, αντιλήφθηκε ότι το νέο του καθήκον, προκειμένου να μην εκδηλωθεί δομική κρίση, είναι να ελέγξει τους κοινωνικούς κραδασμούς που θα προκληθούν. Για τους μηχανισμούς του Θεάματος έχει πολύ μεγάλη σημασία να αναλάβουν οι ίδιοι τους χειρισμούς της υπόθεσης, έτσι ώστε να μην θιχτούν οι συστημικές δομές που παράγουν και αναπαράγουν τους έμφυλους διαχωρισμούς και, εντέλει, να παραδοθούν στην «δικαιοσύνη» οι απολύτως αναπόφευκτοι και ελάχιστοι -για την αναγκαιότητα μιας συμβολικής αποκάθαρσης- αποδιοπομπαίοι τράγοι.
Οι μαρτυρίες των θυμάτων σεξουαλικής και επαγγελματικής κακοποίησης που άρχισαν να πληθαίνουν τέθηκαν σε έναν μηχανισμό παραγωγής κοινωνικού θορύβου, όπου χωνεύτηκαν διαφορετικά ποιοτικά και ποσοτικά μεγέθη κακοποιήσεων. Με αυτόν τον τρόπο, αμβλύνεται η απόσταση μεταξύ θύτη και θύματος και οι υποθέσεις εκβάλλουν στα δικαστήρια μετά από μια κατευθυνόμενη «κοινωνική κόπωση», αποδυναμωμένες πια από τα αυθεντικά τους περιεχόμενα. Με αυτή την τακτική, ο δρόμος προς τη «δικαιοσύνη» θα ελέγχεται και θα ακολουθείται διαρκώς από τους προβολείς του Θεάματος, αντλώντας τις απαραίτητες γι’ αυτό το έργο «μεταγραφές» από τον κόσμο των διάσημων δικολάβων, όπως ο Κούγιας. Οι κώδικες του Θεάματος είναι αυτοί που θα συντάξουν αρχικά και θα μεταφράσουν κοινωνικά τις δικογραφίες.
Οι θεσμοί υπάρχουν για να αλληλοσυμπληρώνονται. Είναι λογικό η ανάγκη των κακοποιημένων θυμάτων να μην περιορίζεται στην τιμωρία των κακοποιητών, αλλά να εκτείνεται στο μπλοκάρισμα των θεσμικών προνομίων που επιτρέπουν την αυθαιρεσία των φυσικών τους φορέων επί ψυχών και σωμάτων. Οι θεσμοί υπάρχουν για να εντάσσουν στο Σύστημα κάθε κοινωνική ανάγκη. Κι εδώ έρχεται να επιβεβαιωθεί μια άλλη μορφή κοινωνικής διαμεσολάβησης: ο κατεστημένος συνδικαλισμός. Χιλιάδες «καλλιτέχνες» [κι εδώ τα εισαγωγικά έχουν να κάνουν με την αμφισβήτηση των αστικών κριτηρίων της έννοιας του καλαίσθητου] σπεύδουν να γραφτούν στα σωματεία τους.
Χωρίς να υπάρχει διάκριση των «επαγγελμάτων» μέσα στο επιτηδευμένα θολό τοπίο των «τεχνών», είναι αναπόφευκτο να δημιουργείται μια εξαιρετικά προβληματική διαταξικότητα μέσα στον χώρο των αντίστοιχων σωματείων. Θιασάρχες μαζί με νεόκοπους ηθοποιούς, «φτασμένοι» τεχνικοί με τους βοηθούς τους, ιδιοκτήτες σχολών με τους υπαλλήλους τους… ένας αχταρμάς που καλείται να διαχειριστεί, στο προκείμενο, συμπεριφορές χωρίς κι αυτή τη φορά να θίξει τις αιτίες που τις παράγουν. Το πρόβλημα έχει ήδη ηθικοποιηθεί, χρεώνεται σε προσωπικές εκτροπές που βαίνουν προς τον εξοστρακισμό τους και όλα αυτά θα διαμορφώσουν μια συνθήκη όπου οι επόμενες κακοποιήσεις απλώς θα πρέπει να είναι πιο «προσεκτικές» και «εσωστρεφείς» κι όχι τόσο αλαζονικές, αυτονόητες και επιπόλαιες όπως ήταν έως τώρα.
Όχι, δεν είμαστε «μηδενιστές». Θεωρούμε ότι όλη αυτή η κατάσταση καλώς και έχει εκφράσει όλες της τις δυναμικές. Γι’ αυτό και έχει φτάσει τους συστημικούς μηχανισμούς σε μια τέτοια οριακή κατάσταση που πρέπει να διασταλούν για να χωρέσουν και να εκτονώσουν τους κραδασμούς. Αυτοί οι κραδασμοί, ωστόσο, δεν πρέπει να χωνευτούν από το Σύστημα, αλλά να δημιουργήσουν τέτοια ρωγμή σε αυτό έτσι ώστε να πληγούν ανεπανόρθωτα οι μηχανισμοί που παράγουν τις έμφυλες διακρίσεις, τις σεξουαλικές και επαγγελματικές κακοποιήσεις.
Για παράδειγμα, η πρωτοβουλία «support art workers» μπόρεσε να συσπειρώσει από τα κάτω χιλιάδες ανθρώπους και με αφορμή την πανδημία να ανακατέψει την τράπουλα των στημένων παιχνιδιών της «καλλιτεχνικής νομενκλατούρας» και των κρατικών διασυνδέσεών της. Η επιλογή, ωστόσο, της μετατροπής μέρους της πρωτοβουλίας σε συνδικαλιστική παράταξη και της καθόδου στις σωματειακές εκλογές οδήγησε τελικά στην ενσωμάτωση των ζωτικών ριζοσπαστικών της στοιχείων στον κατεστημένο συνδικαλισμό, στους κώδικες και τις αλλοτριώσεις του. Ο δρόμος για την δημιουργία ενός αυτόνομου σωματείου βάσης που θα έθετε όλα τα ζητήματα των «κλάδων» σε μια νέα δυναμική πορεία ουσιαστικής ανατροπής των καταπιεστικών και εκμεταλλευτικών θεσμικών θεσφάτων, προσωρινά έστω, χάθηκε.
Το πρόβλημα του τρόπου με τον οποίο μεταδίδεται η γνώση της τέχνης (σε ωδεία, θεατρικές σχολές, εικαστικά ατελιέ κ.ά.) με τις δεδομένες αυστηρά ιεραρχημένες σχέσεις που έχουν, ανισότιμες και εκμεταλλευτικές, λειτουργούν ως πηγή παραγωγής και αναπαραγωγής κάθε είδους κακοποιήσεων. Η απόσταση από μια απελευθερωτική αυτομόρφωση που προϋποθέτει ισοτιμία, αλληλοσεβασμό και ανιδιοτελή ειλικρίνεια, είναι κάτι παραπάνω από εξόφθαλμη.
Είναι δεδομένο ότι σε μια πατριαρχική κοινωνία, οι δημοσιευμένες κακοποιήσεις είναι μια σταγόνα στον ωκεανό των συνολικών κακοποιήσεων που βασίζονται στις έμφυλες διακρίσεις, στον φυλετικό ρατσισμό και στους ταξικούς διαχωρισμούς. Η υπόθεση των κακοποιήσεων δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια ούτε της Τατιάνας, ούτε της Ακρίτα, ούτε του Κούγια, ούτε του Μπιμπίλα, ούτε των δικαστών και των μπάτσων, ούτε των κομματικών δικολάβων. Όσο θα απομακρύνεται από τα χέρια τών από τα κάτω, τόσο θα επιστρέφει εναντίον τους πιο βαθιά και καταστροφικά από πριν.
15/3/2021
Θαλερός – Αντίστροφη Μέτρηση – Timetrap
[μέλη της δικτύωσης αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων
για την αντιεμπορευματική δημιουργία]
- Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε πριν έναν περίπου χρόνο με αφορμή όσα διαδραματίζονταν εκείνη την εποχή γύρω από την υπόθεση των έμφυλων κακοποιήσεων στον χώρο της “τέχνης” και του “αθλητισμού”. Το βάρος της κριτικής μας ήταν και είναι μετατοπισμένο στον χώρο του Θεάματος με δεδομένο τον χαρακτήρα του συλλογικού μας εγχειρήματος. Αυτόν τον ένα χρόνο που έχει μεσολαβήσει από τη δημοσιοποίηση του κειμένου μας έχουν αλλάξει λίγα αλλά και προβλεπόμενα. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς στον βαθμό που αφορούν δομικές θεσμικές συνιστώσες του Συστήματος. Η κυρίαρχη πατριαρχική κουλτούρα έχει ηλικία πολύ μεγαλύτερη από τον ίδιο τον καπιταλισμό, έτσι ώστε να μην είναι διαπραγματεύσιμη ούτε η ελάχιστη υποψία προοπτικής ενός άμεσου ξεθεμελιώματός της. Τα ζητήματα που έχουν προκύψει θεωρούμε ότι αφορούν μια κρίση στη διαχείρισή τους κι όχι μια διαπραγμάτευση για την ριζική τους επίλυση. Ο κόσμος του Θεάματος έχει δρομολογήσει όλες του τις στρατηγικές προκειμένου να εκτονώσει μια -γενικευμένη όπως εκδηλώθηκε- κατάσταση έμφυλων κακοποιήσεων σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής.
Το κίνημα MeToo που ξεκίνησε μέσα από τον ίδιο το βωμό της κοινωνίας του Θεάματος, το Χόλυγουντ, για λόγους που αφορούν μια οριακή κατάσταση στην παραδοσιακή σχέση πατριαρχίας και αστικού φιλελευθερισμού, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου σε όλον σχεδόν τον κόσμο. Ή τουλάχιστον σε όλον εκείνο τον κόσμο που φωτίζεται δεκαετίες τώρα από τους παγκοσμιοποιημένους προβολείς του γυαλιστερού λόφου της “ανατολικής ακτής”. Η παραδοσιακή αυτή σχέση πατριαρχίας και αστικού φιλελευθερισμού φαίνεται να διαρρηγνύεται και από τις ρωγμές εμφανίζεται η ανάγκη για έναν συστημικό εκσυγχρονισμό. Η σχέση θα παραμείνει αγαστή, η μορφή της, ωστόσο, πιέζεται να αλλάξει με τον αστικό φιλελευθερισμό να διεκδικεί την θεσμική διαχείρισή της.
Στην εγχώρια εκδοχή των έμφυλων κακοποιήσεων παρατηρούμε μια αντεπίθεση της πατριαρχικής κουλτούρας μετά από ένα αρχικό μούδιασμα. Ο επιθετικός μικροαστισμός που, ως ηγεμονική νοοτροπία στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, αποτελεί και τον κορμό αναπαραγωγής της έμφυλης βίας, έχει ανασυνταχθεί ανοίγοντας τον δρόμο για μια θεσμική διευθέτηση όλων των σχετικών υποθέσεων. Τα αμέτρητα χυδαία σχόλια που διατυπώνονταν κάτω από κάθε δημόσια δήλωση των θυμάτων της κακοποίησης έχουν αρχίσει να βγαίνουν από την ηθική τους περιθωριοποίηση και να βρίσκουν τις θεσμικές τους προβολές σε στήλες των εφημερίδων, σε κανάλια των ΜΜΕ, αλλά και μέσα στα δικαστήρια ως υπερασπιστικές γραμμές των κακοποιητών.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή εξέλιξη όλης αυτής της συνθήκης πέραν από τη βεβαιότητά μας ότι γίνεται μια μεγάλη συστημική προσπάθεια για θεσμική διευθέτηση. Η διευθέτηση αυτή προϋποθέτει τη συντριβή οποιασδήποτε φωνής πρόκειται να αρνηθεί την ενσωμάτωσή της στην ομαλοποίηση της κατάστασης χωρίς το ξεθεμελίωμα όλων όσα την θρέφουν. Κι αυτό είναι το πεδίο της δικής μας αμέριστης αλληλεγγύης: η στήριξη όλων όσα θα αρνηθούν να κλείσουν το στόμα τους για όλα όσα σε στιγμές, ώρες, μέρες ή χρόνια έχουν λεηλατήσει την ύπαρξή τους.