Ο κύριος Κόινερ διέσχιζε μια κοιλάδα, όταν ξαφνικά παρατήρησε ότι τα πόδια του είχαν βουλιάξει στο νερό. Πρόσεξε τότε ότι η κοιλάδα δεν ήταν παρά ένας βραχίονας της θάλασσας και ότι πλησίαζε η ώρα της παλίρροιας. Σταμάτησε αμέσως και κοίταξε γύρω του, μήπως έβρισκε μια βάρκα, και όσο διαρκούσε η ελπίδα ότι θα έβρισκε τη βάρκα, δεν το κουνούσε από τη θέση του. Όταν είδε πως βάρκα δεν ερχόταν από πουθενά, παραιτήθηκε από αυτήν την ελπίδα και άρχισε να ελπίζει ότι η στάθμη του νερού δεν θα ανέβαινε άλλο. Μόνο όταν το νερό έφτασε ως το σαγόνι του, έδιωξε και αυτήν την ελπίδα και άρχισε να κολυμπάει. Είχε καταλάβει πως βάρκα ήταν ο ίδιος.
Ιστορίες του κυρίου Κόινερ, Μπ. Μπρεχτ
Οι τελευταίοι μήνες είχαν απ’ όλα. Γιορτές της ανάθεσης (εκλογικά πανηγύρια), επικίνδυνα ορόσημα βαθιάς απογοήτευσης (πυρκαγιές και πλημμύρες), θλιβερή υπενθύμιση ότι το κράτος έχει κατασταλτική συνέχεια (εκκενώσεις καταλήψεων), προβληματική αναπαραγωγή κινηματικών αυτονόητων (εκδηλώσεις “ριζοσπαστικής χαράς” vs παρουσία στο δρόμο), μακρινοί θάνατοι που έγιναν συνήθεια (ρωσοουκρανικός πόλεμος) και χιλιάδες άλλοι θάνατοι από συνηθισμένες ανοιχτές ιστορικές πληγές (σύρραξη στην Παλαιστίνη) που θα είναι και η επόμενη “συνεισφορά” στη μεγάλη ατζέντα των συνηθειών και της κοντής μνήμης αυτής της κοινωνίας.
Το νήμα που συνδέει την τραγική εξέλιξη όχι μόνο στους τελευταίους μήνες αλλά στο μήκος μιας ολόκληρης ζωής μέσα σε έναν εξουσιαστικό κόσμο, ίσως να ήταν η αδυναμία συνειδητοποίησης του γεγονότος ότι “οι βάρκες είμαστε εμείς οι ίδιοι”. Μια βαθιά αδυναμία, μια κατασκευασμένη αδυναμία, μια επιμελημένα χτισμένη αδυναμία, μια επίμονη αδυναμία να αναληφθεί η ευθύνη της ίδιας της προσωπικής και κοινωνικής ζωής. Σε αυτή την αδυναμία “κουμπώνουν” όλα. Εφήμερα και μη.
Μήπως δεν είναι η πιο στρεβλή αντίληψη της πολιτικής αυτή που αποτυπώνεται στην εκλογική αυταπάτη ως ωμή υπεράσπιση μικροσυμφερόντων αλλά και επιβεβαίωση των ιδεολογιών ως ψευδείς συνειδήσεις; Μήπως δεν είναι η εναπόθεση της κοινής μοίρας σε αντιπροσώπους κάθε είδους ως ανώδυνη αποποίηση των ημετέρων ευθυνών;
Μήπως δεν είναι αυτή η κατάντια που χρεώνει στη “φύση” τις κακοτεχνίες της ίδιας της κρατικής οργάνωσης της κοινωνικής ζωής και των εξατομικευμένων εαυτών της; Μήπως δεν είναι αυτή η ανημπόρια και ο πανικός μπροστά στις φλόγες όταν απανθρακώνουν τα μικρά και μεγάλα ιερά της ιδιοκτησιακής κουλτούρας, ματαιώνοντας τους λάθος “κόπους μιας ζωής”; Μήπως δεν είναι αυτή η πνιγηρή αίσθηση από τα πλημμυρισμένα υπόγεια, ισόγεια και ανώγεια με την αλαζονεία και την γενικευμένη αδιαφορία να ματαιώνονται μέσα στη λάσπη;
Μήπως δεν είναι η φαιδρή σιγουριά ότι τα σύνορα του μικροαστικού σαλονιού είναι στο απυρόβλητο των μακρινών πολέμων; Μήπως δεν είναι η χυδαία άγνοια για οτιδήποτε συμβαίνει πέρα από τη σφαίρα της εμπειρίας;
Όμως, η πραγματικότητα δοκιμάζει πάντα τη θεσμισμένη αδιαφορία, τη θωρακισμένη αδυναμία, τον ξένοιαστο ναρκισσισμό. Ακόμη και τότε, ωστόσο, που οι άνθρωποι μένουν έρημοι από αντιπροσώπους, μένουν μόνοι μπροστά στη δυστυχία και τον θάνατο, ακόμη και τότε το σύνηθες είναι να ενεργοποιούν την αίσθηση της προδοσίας από άλλους ανθρώπους και όχι από θεσμούς. Γιατί μέσα στους θεσμούς αναγνωρίζουν τη δική τους συνεισφορά, αναγνωρίζουν τη συνέχεια της ζωής τους όπως θεωρούν ότι την είχαν επιλέξει.
Έτσι εξηγείται ένα φαινομενικά παράδοξο γεγονός. Στις δύσκολες στιγμές που μένουν ορφανοί από ανάθεση, οι υπήκοοι παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους και χωρίς να γνωρίζουν τίποτε από αυτοοργάνωση την κάνουν καθημερινή πράξη. Αντιλαμβάνονται, ωστόσο, όλη αυτή τη διαδικασία ως απότοκη μιας συνθήκης έκτακτης ανάγκης. Μια διαδικασία που εξαντλεί τα χρονικά της περιθώρια μέχρι να πάρουν μπροστά οι μηχανές της ανάθεσης. Να λειτουργήσουν οι θεσμοί γιατί δεν μπορούν να αντιληφθούν τους εαυτούς τους έξω από αυτούς. Δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι η προδοσία βρίσκεται στην ίδια τη δομή των θεσμών κι όχι σε κάποιους επίορκους φυσικούς τους φορείς.
Και είναι, ωστόσο, αυτές οι ιστορικές στιγμές, οι στιγμές της εκ των συνθηκών προκύψασας γενικευμένης κοινωνικής αυτοοργάνωσης που χρειάζεται η παρουσία και η παρέμβαση των αυτοοργανωμένων αντιεξουσιαστικών εγχειρημάτων να πείσουν για την αδιαμεσολάβητη κοινωνική δράση ως συνολική κοινωνική οργάνωση εφ’ όρου ζωής. Κι όχι την αυτοοργάνωση ως παροδική στάση εν μέσω θεσμικών ρηγματώσεων.
Σε ποιo βαθμό γίνεται;

LikeLike