Σημειώσεις για τη λειτουργία
των media στον ρωσοουκρανικό
πόλεμο
Από την πρώτη μέρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει υπάρξει άλλη φράση που να έχει αναπαραχθεί σε τέτοιο βαθμό και με τόση συνέπεια από το σύνολο των εγχώριων και διεθνών ΜΜΕ από την πολύκροτη ρήση «στον πόλεμο, το πρώτο θύμα είναι η αλήθεια». Αφήνοντας στην άκρη την –στα όρια γραφικότητας– εσφαλμένη απόδοσή της στον Αισχύλο από τους συνήθεις ύποπτους και πάντα πρόθυμους αρχαιολάγνους και πατριδολάγνους ιστοριοκάπηλους, έχει σημασία να σταθεί κανείς στο γεγονός ότι αποτελεί μια φράση που συνοδεύει –εν είδει ιδιότυπου disclaimer– κάθε ρεπορτάζ που σχετίζεται με τα όσα συμβαίνουν επί του ουκρανικού εδάφους από τις 24 Φλεβάρη 2022 μέχρι σήμερα. Πρόκειται, δηλαδή, για μια εκ των προτέρων κυνική παραδοχή από πλευράς των διαμεσολαβητικών μηχανισμών της κυριαρχίας ότι τίποτα από τα όσα μεταδίδουν, τίποτα από αυτά που παρακολουθούμε στα δελτία των ειδήσεων δεν είναι a priori αληθές. Κι αν θα περίμενε κανείς ότι μια τέτοια παραδοχή είναι αρκετή για να υποψιάσει το σώμα των ανυποψίαστων τηλεθεατών, στην πραγματικότητα τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. Αντ’ αυτού, αξιοποιείται ως ιδεολογικό άλλοθι της μεταφοράς των εμπόλεμων στρατοπέδων, των συμφερόντων και της προπαγάνδας τους στο πεδίο της φαινομενικότητας, εντός του οποίου παράγονται τα κυρίαρχα αφηγήματα για να γειωθούν, στη συνέχεια, υπό τη μορφή “ενημέρωσης”, στο έδαφος των κοινωνικών θεσμίσεων. Έτσι, όλοι έχουν επίγνωση για το ποια ΜΜΕ είναι “ουκρανόφιλα” και ποια “ρωσόφιλα”, ελάχιστοι, ωστόσο, διερωτώνται ή επιφυλάσσονται για τις άρρητες και τις υπόρρητες νοηματοδοτήσεις και συνδηλώσεις μιας τέτοιας φίλιας στάσης. Και είναι ακόμη λιγότεροι όσοι και όσες επιχειρούν μια αποσημειολόγησή τους στην κατεύθυνση κατανόησης των ενδοκυριαρχικών ανταγωνισμών.
Ρισκάροντας να φανούμε κοινότοποι, χρειάζεται να θυμηθούμε τον Κλαούζεβιτς όταν έγραφε ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα (σ.σ. βίαια) μέσα». Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ένας πόλεμος δεν γεννά νέους ανταγωνισμούς εντός της κυριαρχίας, αλλά στρέφεται στην διευθέτηση των ήδη υπάρχοντων (εν καιρώ ειρήνης) ενδοκυριαρχικών ανταγωνισμών με τη χρήση των όπλων. Υπό αυτή την έννοια, η τοποθέτηση των μηχανισμών διαμεσολάβησης πάνω στον πολεμικό χάρτη επουδενί εκκινεί από μια θέση ηθικής καταδικής του πολέμου ή από την αναγωγή της σύγκρουσης σε ένα αξιακό σύστημα περί δικαίου. Αντίθετα, συνδέεται άρρηκτα με την εξυπηρέτηση αυτών ακριβώς των ανταγωνισμών που προϋπήρξαν της ένοπλης σύρραξης και που –πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της– εκπροσωπούνται από συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων που συμμετέχουν σε παγκοσμιοποιημένα διαπλεκόμενες σχέσεις πολιτικής και οικονομίας. Οι ομάδες αυτές υποδαυλίζουν, αξιοποιούν ή εναντιώνονται στον πόλεμο προκειμένου να επωφεληθούν από τις μετατοπίσεις ισχύος που θα λάβουν χώρα κατά τη διεξαγωγή του.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η προπαγάνδα υπήρξε ανέκαθεν ένα εξαιρετικά υπολογίσιμο και αποτελεσματικό όπλο στα χέρια των εμπόλεμων κρατών και των συμμάχων τους. Στόχος της είναι αφενός η ηθική και συναισθηματική αποδυνάμωση του εχθρού, αφετέρου η δημιουργία μιας θολής εικόνας των πολιτικών, στρατιωτικών και επιχειρησιακών χαρακτηριστικών της αντίπαλης πλευράς· μιας θολής εικόνας που στη συνέχεια θα αντικατασταθεί από μια άλλη, κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί τις επιλογές και τις στοχεύσεις του φορέα του προπαγανδιστικού αφηγήματος. Στην πρώτη περίπτωση, η προπαγάνδα απευθύνεται στο εσωτερικό του εχθρού. Στη δεύτερη, ωστόσο, το πεδίο απεύθυνσης είναι η κοινωνική βάση εντός και εκτός συνόρων, προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνική νομιμοποίηση και ηθική στήριξη της εκάστοτε πλευράς, μέσω της απονομιμοποίησης και απαξίας του εχθρού.
Στο σημείο αυτό, γίνεται αντιληπτό ότι όσο πιο δυσδιάκριτο είναι το νήμα που συνδέει τον φορέα και τον επωφελούμενο της προπαγάνδας, τόσο ενισχύεται η αίσθηση αντικειμενικότητας της πληροφορίας στην κοινωνική της πρόσληψη. Έτσι, η ίδια πληροφορία φαίνεται να αποκτά διαφορετική “εγκυρότητα” όταν εκφέρεται απευθείας από τον αρχηγό ενός εμπόλεμου κράτους και όταν διαδίδεται από έναν φορέα του οποίου ο βαθμός συσχέτισης με τις αντιμαχόμενες πλευρές δεν είναι ρητά δηλωμένος ή, έστω, ευδιάκριτα σαφής. Τα ΜΜΕ, που από καταβολής τους έχουν αναλάβει τον ρόλο του μεσολαβητικού μηχανισμού της εξουσίας, όντας ελεγχόμενα από κυριαρχικές ομάδες συμφερόντων που συσχετίζονται –πολιτικά και οικονομικά– με τα κράτη, τα αστικά κόμματα και τους θεσμούς, καλούνται και εδώ να παίξουν τον βρώμικο ρόλο της χειραγώγησης των κοινωνικών κριτηρίων.
Επομένως, μέσα στο πλαίσιο της αδυσώπητης πολεμικής προπαγάνδας που ξεδιπλώνεται εκατέρωθεν, έχει σημασία να κατανοήσουμε ότι οι διαστρεβλώσεις, οι αποκρύψεις και οι αποσιωπήσεις συγκεκριμένων πτυχών και διαστάσεων ενός πολεμικού γεγονότος που λαμβάνει χώρα αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά δεν αποτελούν μια “αναπόφευκτη” υπαναχώρηση κατά την αναζήτηση της σωρού μιας αλήθειας που “έπεσε” πρώτη στη μάχη, αλλά στρατηγική επιλογή αποπροσανατολισμού των κοινωνικών αισθητηρίων στη βάση των ιδεολογικών κατευθύνσεων, των πολιτικών στοχεύσεων και των γεωστρατηγικών και οικονομικών επιδιώξεων της κάθε πλευράς.
Από την άλλη μεριά, απέναντι στο –κατισχυμένο από την κυριαρχική προπαγάνδα– τοπίο των ΜΜΕ, εντοπίζεται την τελευταία δεκαετία η ολοένα αυξανόμενη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως έκφραση μιας κοινωνικά διάχυτης καχυποψίας και δυσπιστίας απέναντι στις μονοδιάστατες οθόνες των δελτίων ειδήσεων. Έχει γίνει εκτενής αναφορά στα όρια των συγκεκριμένων μέσων (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην υπόθεση της συγκρότησης σχέσεων και πολιτικών αγώνα), και χωρίς να αγνοείται το γεγονός ότι τα ίδια αποτελούν πλατφόρμες που ελέγχονται εξίσου από ομάδες συμφερόντων (ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε παρακάτω), χρειάζεται να αναδειχθεί ένα εγγενές χαρακτηριστικό που τα διαφοροποιεί με δομικούς όρους από τα παραδοσιακά ΜΜΕ, καθιστώντας τα πεδία ανάδειξης μιας δυνατότητας πολυδιάστατης πληροφόρησης. Αυτό δεν είναι άλλο από την αντικατάσταση του παραδοσιακού μοντέλου ροής της πληροφορίας «από έναν πομπό προς πολλούς αποδέκτες» από το σχήμα «πολλοί πομποί προς πολλούς αποδέκτες» ή, ακόμη παραπέρα, «πολλοί πομποί που αποτελούν την ίδια στιγμή αποδέκτες». Η παραπάνω διαπίστωση είναι και αυτή που ανέδειξε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε καθοριστικής σημασίας κόμβους ανταλλαγής πληροφοριών σε συνθήκες όξυνσης του κοινωνικού ανταγωνισμού, αλλά και κατά τη διάρκεια εκδήλωσης πολιτικών αγώνων και εξεγερσιακών γεγονότων, τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σε ό,τι αφορά στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, έγινε φανερό από τις πρώτες ώρες ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα αποτελούσαν ένα ακόμη πεδίο διεκδίκησης για τους εκατέρωθεν προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των εμπόλεμων κρατών και των συμμάχων τους, οι οποίοι θα επιχειρούσαν να τα αποικήσουν με σκοπό να “κερδίσουν” τις καθοριστικής σημασίας πρώτες εντυπώσεις ενός πολέμου -κατά κοινή ομολογία εκείνες τις πρώτες στιγμές- εντυπώσεων. Ωστόσο, οι αρχικές εκτιμήσεις για λήξη του πολέμου εντός λίγων ημερών διαψεύστηκαν και την θέση του προπαγανδιστικού εντυπωσιασμού κατέλαβε η συστημική και κατευθυνόμενη πολεμική προπαγάνδα που διοχετεύεται, μέχρι σήμερα, από εκατοντάδες προφίλ που ελέγχονται από τους κρατικούς μηχανισμούς και τις προσκείμενες ομάδες συμφερόντων της κάθε πλευράς. Μη έχοντας τη δυνατότητα να πιστοποιήσουν την εγκυρότητα των πηγών, οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα τοπίο στο οποίο το νήμα συσχέτισης μεταξύ του φορέα και του επωφελούμενου των προπαγανδιστικών αφηγημάτων δεν ήταν απλώς δυσδιάκριτο, αλλά επιμελώς εξαφανισμένο.
Κομβικής σημασίας κίνηση μέσα σε αυτό το, ούτως ή άλλως, διαμορφωμένο πεδίο επιτηδευμένης σύγχυσης αποτέλεσε η –υπό την πίεση της Δύσης και του ΝΑΤΟ– απόφαση των μεγαλύτερων μέσων κοινωνικής δικτύωσης να ταχθούν με ξεκάθαρους όρους ενάντια στη Ρωσία, επικαλούμενα την ηθική καταδίκη της εισβολής μιας χώρας σε μια άλλη και το αναφαίρετο δικαίωμα ενός κυρίαρχου κράτους να συνάπτει συμμαχίες και να ασκεί ανεξάρτητη εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Αξίζει να σημειωθεί ότι επρόκειτο για μια απόφαση που δεν έχει ληφθεί και μια πρόφαση που δεν έχει επιστρατευτεί για κανέναν από τους πολέμους που διεξήγαγαν και εξακολουθούν να διεξάγουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους για παρόμοιους, αν όχι πανομοιότυπους, λόγους. Η συγκεκριμένη απόφαση αποκρυσταλλώθηκε στη διαγραφή ειδήσεων και στο μπλοκάρισμα λογαριασμών που εκτιμήθηκε ότι παίζουν ενεργό ρόλο στη ρωσική προπαγάνδα, συμπεριλαμβανομένων λογαριασμών ρώσων πολιτών και δημοσιογράφων, των μεγαλύτερων ρωσικών ΜΜΕ (RT, Sputnik) αλλά και διπλωματικών οργάνων (ρωσικές πρεσβείες ανά τον κόσμο). Οδήγησε, ακόμη, στην πρωτοφανή –για τους όρους χρήσης αυτών των μέσων– κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση και έγκριση αναρτήσεων που καλούν σε βία ενάντια στους ρώσους εισβολείς (ξανά, μια κίνηση που δεν έχει δρομολογηθεί κατά τη διάρκεια καμιάς πολεμικής επεκτατικής επιχείρησης μέχρι σήμερα). Και ενώ θα μπορούσε να γίνει κατανοητή μια πρωτοβουλία για τον περιορισμό της διασποράς ψευδών ειδήσεων που θα στόχευε αποκλειστικά τους –γνωστούς στους διαχειριστές αυτών των μέσων– προπαγανδιστικούς μηχανισμούς τόσο της Ρωσίας όσο και της Δύσης, η απαγόρευση περιορίστηκε αποκλειστικά στο ρωσικό στρατόπεδο, αφήνοντας ανεξέλεγκτη την εξίσου χυδαία προπαγάνδα του δυτικού μπλοκ. Η απάντηση του ρωσικού κράτους ήρθε λίγες ημέρες μετά, με το κατέβασμα του διακόπτη των συγκεκριμένων μέσων και την απαγόρευση πρόσβασης σε αυτά· μια κίνηση που εκ των πραγμάτων και εκ του αποτελέσματος ενίσχυσε τη θωράκιση της κρατικής προπαγάνδας –ως μόνης, πια– στο εσωτερικό της ρωσικής επικράτειας.
Επιβλήθηκε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια εκκωφαντική σιγή ασυρμάτου για τις κοινωνίες της Ρωσίας και της Δύσης, όπου βρέθηκαν αφενός να χάνουν κάθε δυνατότητα πρόσβασης σε μια αδιαμεσολάβητη πληροφόρηση, αφετέρου να “ομογενοποιούνται” μέσα στα φαινομενικά συμπαγή αφηγήματα των εμπόλεμων κρατών και συμμαχιών τους. Έτσι, ακόμη και για τους εκατέρωθεν υποψιασμένους, η ιχνηλάτηση πρωτογενών πηγών πληροφόρησης υπήρξε μια εξαιρετικά δύσβατη και χρονοβόρα διαδρομή, που τις περισσότερες φορές σκόνταφτε στην αδυναμία κατανόησης των διαφορετικών γλωσσικών κωδίκων και πολιτισμικών αποχρώσεων, καθιστώντας την τελικά ένα εγχείρημα σχεδόν αδύνατο και αδύναμο να πυροδοτήσει οποιαδήποτε χειραφετητική προοπτική. Από πολύ νωρίς, οι τηλεοπτικές και διαδικτυακές κεραίες εξέπεμπαν πια το ίδιο μονοδιάστατο σήμα.
Όχι μόνο στην ελληνική επικράτεια, η συνθήκη αυτή λειτούργησε καθοριστικά στην κατεύθυνση της συστημικής υπονόμευσης της σημασίας να δρομολογηθούν ριζοσπαστικές κοινωνικές διεργασίες που ανέκαθεν αποτελούσαν αναχώματα στα κυριαρχικά σχέδια εντός περιόδων όξυνσης των σχέσεων καταπίεσης. Οι διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί των ΜΜΕ, έχοντας εξασφαλίσει την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία τους πάνω στους αγωγούς ροής των πληροφοριών και των ειδήσεων, εξασφάλισαν μια ελευθερία κινήσεων για τις κυβερνήσεις και τις οικονομικές ελίτ της Δύσης σε ό,τι αφορά στο μέγεθος και την ποιότητα εμπλοκής των κρατών στον συγκεκριμένο πόλεμο, όχι μόνο καλλιεργώντας μια εικόνα επιτηδευμένης σύγχυσης αλλά και στρέφοντας την κοινωνική προσοχή από το γεγονός του πολέμου καθαυτού στη διαχείριση των επιπτώσεών του σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο. Εν τη απουσία ενός δυναμικού αντιπολεμικού κινήματος, όπου σε αντίστοιχες περιπτώσεις κατά το παρελθόν έχει παίξει καθοριστικό ρόλο κατοχυρώνοντας ένα υπολογίσιμο μέγεθος “κοινωνικής αντιπολίτευσης” στον δρόμο, γι’ αυτόν τον πόλεμο μίλησε και έδρασε τελικά μόνο η κυριαρχία· με τα αποτελέσματα των αδρανοποιημένων κοινωνικών αντιστάσεων στα σχέδιά της, λίγο έως πολύ, γνωστά.

LikeLike