Σημειώσεις για την επαγγελματικοποίηση της τέχνης και τη σχέση με το εναντιωματικό κίνημα

Το πρόβλημα με την επαγγελματικοποίηση της τέχνης έρχεται από το απώτερο παρελθόν κι έχει σκοπό να πάει πολύ μακριά ταλαιπωρώντας κάθε απόπειρα για μια οριστική και τελεσίδικη διευθέτησή του. Ξεκινάει από το «τί είναι τέχνη» για να δυσκολέψει ακόμη περισσότερο την κατάσταση όταν πρέπει να μπει στο πλαίσιο αυτού που ορίζεται ως “job description”. Από τη μεριά του καπιταλισμού υπάρχει μια διαρκής και αδήριτη ανάγκη να “υποτάσσει” την πνευματικότητα μέσα στον καταμερισμό εργασίας με τον οποίο, εξάλλου, αντιλαμβάνεται την ουσία του ως διαδικασία άντλησης υπεραξίας από τους “ανθρώπινους πόρους” και, συνακόλουθα, συσσώρευσης κεφαλαίου. Στο προκείμενο, υπάρχει ένα πρόβλημα στον ορισμό του “πνεύματος” και της “πνευματικής εργασίας” που, είναι αλήθεια, δεν προσφέρονται για τους συνήθεις καπιταλιστικούς τρόπους υπολογισμού με όρους υλικής προσμέτρησης της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας, πόσο μάλλον του ποιοτικού και ποσοτικού υπολογισμού του εργασιακού χρόνου. Έτσι, ώστε όλα αυτά να ενσωματωθούν στην εμπορευματική σχέση. Υπάρχει ένα “μεταφυσικό” μέγεθος που θα διαφεύγει πάντα από την υπολογιστικότητα του θετικιστικού ορθολογισμού.

Από τη μεριά των «επαναστατικών δυνάμεων» εφευρέθηκε το πνευματικό προλεταριάτο ως μια σχετικά πρόχειρη-εδώ-που-τα-λέμε λύση προκειμένου να εντάξει τους «εργάτες της τέχνης» στην θεωρητική νομοτέλεια του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Τα εισαγωγικά στην προηγούμενη πρόταση έχουν να κάνουν με τον σχετικισμό των όρων που περιγράφονται ως επαναστατικές δυνάμεις (π.χ. θεωρείται επαναστατική μια συλλογικότητα που αγωνίζεται για την κρατική διαχείριση της δημιουργικότητας;) και εργάτες της τέχνης (π.χ. θεωρούνται εργάτες της τέχνης τα μεγάλα ονόματα, οι θιασάρχες, οι αγαπημένοι των γκαλερί κ.ο.κ. ισοπεδώνοντας τις ταξικές διαφορές που είναι έκδηλες μέσα στο “χώρο του Θεάματος”;)

Από τη μεριά των ίδιων των “καλλιτεχνών” (κι εδώ υπάρχει μια σχετικότητα ως προς τον ορισμό) το πρόβλημα παραμένει ως οντολογικό (ποιοι είμαστε, τί θέλουμε και πώς πράττουμε) πέρα από την, πάντα σχετική, αισθητική τους αξία που θεωρείται καθολικά ως δεσπόζουσα για -και ορίζουσα- την κοινωνική τους αναγνώριση. Είναι γεγονός ότι όχι μόνον δεν υπάρχει κοινή συμφωνία μεταξύ τους πάνω στην σημασία της πνευματικής και υλικής τους υπόστασης, έτσι ώστε να εντάσσονται με σαφήνεια μέσα στον κοινωνικό ανταγωνισμό, αλλά υπάρχουν έντονες διαφοροποιήσεις μέχρι του σημείου οριακής σύγκρουσης.

Όπως και να εμφανίζεται το πρόβλημα των “επαγγελματιών καλλιτεχνών”, εκείνο που μας ενδιαφέρει στο προκείμενο είναι ο τρόπος συσχέτισής τους με τον λεγόμενο εναντιωματικό (κι όχι ανταγωνιστικό, αυτόν δηλαδή που διαγκωνίζεται για την κατοχή εξουσίας) κινηματικό χώρο.

Το πρόβλημα προσεγγίζεται σε δύο επίπεδα. Στο βαθμό που εντάσσονται μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα του εργασιακού καταμερισμού, είναι δεδομένα τα χαρακτηριστικά της ταξικής πάλης -ακόμη κι αν δεν υπάρχει ταξική συνείδηση. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες (έτσι κι αλλιώς μια μειοψηφία είναι αυτή που απολαμβάνει τα προνόμια της “αναγνώρισης” με ό,τι αυτό συνεπάγεται) προσλαμβάνονται με συμβάσεις έργου, με μπλοκάκια, με όποιον άλλο εμβαλωματικό τρόπο μπορεί να φανταστεί ένας εργοδότης μέσα σε αυτόν τον θολό εργασιακό χώρο. Ακόμη κι έτσι, η μαύρη και ανασφάλιστη εργασία είναι αυτή που κρατάει τα ηνία στην συντριπτική πλειονότητα αυτών των… συμφωνιών. Όλος αυτός ο κυνισμός γίνεται τόσο επιθετικός ώστε να αφήνει ελάχιστο χώρο για “πνευματικότητα” και όρεξη για “ελεύθερη δημιουργία”. Ο σκοπός μοιάζει να είναι η γενικευμένη αλλοτρίωση μεταξύ αυτών που ενέχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν μια απελευθερωτική επικοινωνιακή συνθήκη (όπως είναι η τέχνη, ακόμη και ακρωτηριασμένη ως διαχωρισμένη δραστηριότητα μέσα στην καθημερινή ζωή) ως κοινωνικό χαρακτηριστικό. Ενάντια στην εργασιακή εξαθλίωση και την αλλοτρίωση της κριτικής ικανότητας, αφαιρείται και η όποια δυνατότητα σαμποταρίσματος και υπονόμευσης από τα μέσα αυτής της διαδικασίας από μεριάς των δημιουργών. Η τέχνη προϋποθέτει τη μοναδικότητα των προσώπων, την αναπόφευκτα άψογη διεκπεραίωση των έργων, τη συνέπεια των δημιουργικών δεσμεύσεων. Αυτή η συνθήκη θέτει σε καθολική ομηρία τα πρόσωπα και τη μοναδικότητα ως παραγωγικά και δυναμικά αναπαραγωγικά στοιχεία του αστικού πολιτισμού. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα και η συγκεκριμένη μοναδικότητα διαμορφώνουν συνειδήσεις και παράγουν τον κυρίαρχο πολιτισμό με όλα τα δομικά καταπιεστικά επικοινωνιακά του χαρακτηριστικά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η δυνατότητα έκφρασης της απελευθερωτικής κριτικής δημιουργικής δραστηριότητας μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνον -έξω από και- ενάντια στην καθεστωτική θεαματική διαδικασία. Το σώμα του συνειδητού και υποψιασμένου “καλλιτέχνη” μπορεί να γίνει έτσι ένα πεδίο διαρκούς αντίφασης. «Ότι δεν ξεπερνιέται σαπίζει κι ό,τι σαπίζει πρέπει να ξεπεραστεί» γράφει ο Βανεγκέμ στην «επανάσταση της καθημερινής ζωής». Το εναντιωματικό κίνημα, ωστόσο, δεν μπορεί παρά να ενισχύει κοινωνικά και πολιτικά τα χαρακτηριστικά της ταξικής αντίθεσης που εξελίσσονται στον χώρο του Θεάματος. Ο αλληλέγγυος αγώνας ενάντια στην εργασιακή εξαθλίωση και την επιθετική αλλοτρίωση των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτόν τον χώρο είναι αδιάσπαστο μέρος του καθολικού αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.

Το δεύτερο επίπεδο του προβλήματος που προκύπτει είναι ο τρόπος με τον οποίο οι “εργάτες της τέχνης” επιθυμούν να συσχετιστούν στο αισθητικό και δημιουργικό πλαίσιο του εναντιωματικού κινήματος. Αυτό είναι και το επίπεδο που έχει περιπλέξει τις κοινωνικές και συντροφικές σχέσεις κατά καιρούς και με προβληματικό τρόπο. Κι αυτό συμβαίνει γιατί προκειμένου να απεμπολιστεί το βάρος της διαρκούς αντίφασης από το σώμα του υποψιασμένου “καλλιτέχνη”, όπως έχει περιγραφτεί, εναποτίθεται στο εναντιωματικό κίνημα να νομιμοποιήσει, από το συνειδησιακό στο κοινωνικό επίπεδο, αυτή την αντίφαση. Το σημείο αυτό είναι εξαιρετικά ευαίσθητο. Για παράδειγμα, από τη Στέγη Ωνάση και το μαγαζί του Νιάρχου (χώρους που τείνουν να μονοπωλήσουν την παραγωγή του εγχώριου αστικού πολιτισμού ξεπλένοντας τα διαρκή εγκλήματα του εφοπλιστικού κεφαλαίου), έως τους αυτοοργανωμένους χώρους (που εναντιώνονται στην γενικευμένη εκμεταλλευτική και καταπιεστική κοινωνική συνθήκη), υπάρχει μια τόσο δυσθεώρητη απόσταση που δεν μπορεί επουδενί να συνενωθεί με οποιοδήποτε τρόπο στη βάση προσωπικών επαγγελματικών επιλογών. Το παράδειγμα αυτό δεν είναι τόσο ακραίο στο βαθμό που μπορούμε να δούμε κοινά ποιοτικά χαρακτηριστικά του προβλήματος, όταν αυτό προσομοιώνεται ανάμεσα στις σκηνές μικρότερων μαγαζιών (που τα περισσότερα ανήκουν σε ανθρώπους της νύχτας με φασιστοειδείς απολήξεις) και συναυλιών οικονομικής ενίσχυσης αγωνιζόμενων ανθρώπων.

Το ζήτημα της άρνησης αυτοοργανωμένων χώρων να φιλοξενήσουν το (απελευθερωτικό) δημιουργικό έργο επαγγελματικών καλλιτεχνών δεν είναι ο κίνδυνος ότι μπορεί να μολυνθούν, όπως ισχυρίζονται αυτοί που βλέπουν “καθαρότητες” όπου τους συμφέρει, αλλά η επιλογή να μην αναπαραχθεί μια αντίφαση που δεν έχει επιλεχθεί από τους ίδιους τους χώρους ή/και καταλύει τις βασικές συλλογικές τους πολιτικές συμφωνίες. Είναι άλλο το “καθαρό” (που αποτάσσει τις αντιφάσεις) κι άλλο το ξεκάθαρο (που επιλέγει τις αντιφάσεις τις οποίες θεωρεί υπερασπίσιμες).

Leave a comment