Ελεύθερος χώρος δεν σημαίνει ελευθερία μέσα στο χώρο
Προκύπτει ένα βασικό και θεμελιώδες ερώτημα όταν αναφερόμαστε στους ελεύθερους χώρους.
Ως ελεύθεροι χώροι, σύμφωνα με την κρατική πολεοδομία, ορίζονται οι κοινόχρηστοι χώροι εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου «για την παραμονή, αναψυχή και μετακίνηση πεζών και τροχοφόρων»… «επιτρέπονται περιορισμένης έκτασης χρήσεις εστίασης και αναψυχής»… «κατασκευή υπόγειων χώρων για τη στάθμευση αυτοκινήτων»… «επιπλέον, οι γωνίες ανακύκλωσης». Επίσης, είναι και οι χώροι εκτός ρυμοτομικού σχεδίου «ως χώροι δημιουργίας πνευμόνων πρασίνου και αναψυχής, με στόχο τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος». Τί σχέση έχει η έννοια της ελευθερίας με τις διατυπώσεις αυτής της νεκρής τεχνικής γλώσσας των “μηχανικών πολιτισμών” και της “ψυχρής αρχιτεκτονικής”;
Από την άλλη μεριά, ωστόσο, πώς θα μπορούσε η ίδια πολεοδομία που έχει αναλάβει τη χωροταξία της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης να προσεγγίσει οποιονδήποτε χώρο της δικαιοδοσίας της με τα εργαλεία της ελευθερίας;
Ελεύθερος χώρος δεν σημαίνει ελευθερία μέσα στο χώρο.
Άρα, με την αναφορά μας στους ελεύθερους χώρους πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι πρόκειται για χώρους που βρίσκονται στο περιθώριο της καπιταλιστικής αξιοποίησης, όταν θεωρούμε ότι στο κέντρο βρίσκονται σχέσεις κεφαλαιακής συσσώρευσης. Πρόκειται για χώρους υπό διαρκή διαπραγμάτευση, αναλόγως με το πώς θα εξυπηρετηθεί η διαδικασία της καπιταλιστικής αξιοποίησης μέσα στην εκάστοτε συγκυρία.
Στο ερώτημα τί είδους κοινωνικές ανάγκες εξυπηρετούν οι δημόσιοι (:κοινόχρηστοι και ελεύθεροι) χώροι, έχει μεγάλη σημασία το ποιος και από ποια θέση το θέτει ως τέτοιο. Είναι δεδομένο ότι όταν μιλάμε για δημόσιους χώρους εννοούμε κρατικούς. Είναι χώροι μη ιδιωτικοί, δημόσια προσβάσιμοι, υπό κρατική διαχείριση. Και είναι, εντέλει, το κράτος που ορίζει την ίδια την έννοια των κοινωνικών αναγκών.
Η “πανδημία” των ελεύθερων χώρων
Η περίοδος της πανδημίας υπήρξε εμβληματική -μεταξύ άλλων και- σε σχέση με τις έννοιες της κρατικής καταστολής και του κοινωνικού ελέγχου. Ένα από τα πεδία όπου δοκιμάστηκε η κατασταλτική στρατηγική ήταν και οι ελεύθεροι χώροι. Ήταν τα πεδία όπου συγκρούστηκαν οι κοινωνικές ανάγκες συνδεόμενες με την έννοια των ελεύθερων χώρων και η κρατική διαχείρισή τους.
Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλη την επικράτεια, καθημερινά και σε όλη την περίοδο της πανδημίας, προσπαθούσαν να «δραπετεύσουν» από την ασφυξία των παντελώς αυθαίρετων και «στοχευμένα» άστοχων κυβερνητικών μέτρων διαχείρισης χρησιμοποιώντας τους ελεύθερους χώρους. Δρόμοι, πλατείες, πάρκα γέμισαν με ανθρώπους που σχημάτιζαν επί τόπου μεγάλες παρέες, αξιοποιώντας τη μαζική άμυνα ως αποτρεπτική της ενδεχόμενης καταστολής.
Επρόκειτο για μια κοινωνική εκφόρτιση από τις κρατικές προσταγές. Με τα μαγαζιά είτε κλειστά είτε με αστυνομευόμενη είσοδο, οι ελεύθεροι δημόσιοι χώροι έγιναν λαοφιλείς άνευ προηγουμένου. Από τη μία ενέπνευσαν αμφισβητησιακές προσδοκίες για ένα ανεπίστρεπτο ζωντάνεμα των χώρων αυτών (με δεδομένο ότι υπήρξαν και μαχητικές τους διεκδικήσεις ενάντια στον κρατικό έλεγχο), από την άλλη η χρήση των χώρων αυτών από το “πλήθος” ήταν απογοητευτική ως μνημείων αφροντισιάς και καθαρής χρηστικότητας. Εντέλει, η πλάστιγγα έγειρε, όπως ήταν και αναμενόμενο, προς τη μεριά της χρηστικότητας στο βαθμό που οι χώροι αυτοί επέστρεψαν στην πρότερη σχεδόν εγκατάλειψή τους άμα τη εμφανίσει των ανοιχτών μαγαζιών.
Για μια ακόμη φορά στην ιστορία συναντάμε το φαινόμενο οι υποτελείς τάξεις να περνάνε σε συνθήκες αυθορμησίας και αυτοοργάνωσης ως προσωρινή μεταβατική συγκρότηση σε περιόδους έκτακτης ανάγκης ή κρατικού κενού. Στο βαθμό που δεν υπάρχει διαδικασία συνειδητοποίησης αυτών των επιλογών, ως σταθερών και διαρκών μορφών συλλογικής απελευθερωτικής κοινωνικής απόπειρας, η επιστροφή στη θεσμική κανονικότητα είναι δεδομένη.
Το αποτέλεσμα ήταν μετά την περίοδο της πανδημίας να ακολουθήσει μια περιστολή των ελεύθερων δημόσιων χώρων. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι το φαινόμενο θέσμισης της επεκτατικότητας των μαγαζιών με τα τραπεζοκαθίσματα να μην επιστρέφουν ποτέ στην προ της πανδημίας χωροθέτησή τους.
Ελεύθεροι χώροι και αντικουλτούρα
Η σχέση των ελεύθερων χώρων με την αντικουλτούρα είναι δεδομένη. Ορίζοντας την έννοια της αντικουλτούρας ως ένα «σύστημα» ιδεών και δράσεων εναντίωσης στην κυρίαρχη κουλτούρα δε θα μπορούσε παρά αυτή η εναντίωση, στο συγκεκριμένο, να εκφράζεται ως μια αρνητική δύναμη στην κατάφαση προς τις κυριαρχικές χρήσεις των δημόσιων χώρων. Οι ελεύθεροι δημόσιοι χώροι είναι εξ ορισμού πεδία κοινωνικής διαλεκτικής. Πεδίο κοινωνικών δυναμικών αντιθέσεων και συγκρούσεων.
Με δεδομένο ότι οι αισθητικές της αντικουλτούρας εκφράζονται με διαφορετικές μορφές, παράγονται και διαφορετικές μορφές της κοινωνικής διαλεκτικής. Στις μέρες μας η αντικουλτούρα -εστιάζοντας στη μουσική, μια και αυτή δοκιμάζεται ως επί το πλείστον στο δημόσιο χώρο- εκφράζεται είτε με το πανκ είτε με το χιπ χοπ.
Η αισθητική του πανκ -μακριά από τις ενσωματωτικές της απόπειρες- βασίζεται από καταβολής της στην καταστροφή της αστικής αισθητικής, στην πολεμική άρνηση της κανονικότητας, στην αδιαλλαξία του θορύβου και του χάους απέναντι στην αρμονία της κυριαρχικής κατάφασης σε αυτόν τον κόσμο. Η απεύθυνση μπορεί να γίνεται ανοιχτά αλλά ουσιαστικά ενδιαφέρει μια κοινότητα ανθρώπων που συμμερίζονται τη λατρεία της καταστροφικής άρνησης και όχι την υποκρισία του μικροαστικού καθωσπρεπισμού η οποία περιβάλλει οικιστικά τους ελεύθερους χώρους.
Η αισθητική του χιπ χοπ βασισμένη ευθύς εξ αρχής της στην εγγενή και πιο σφαιρική σχέση με τους ελεύθερους δημόσιους χώρους (graffiti, rap, street dance) «ήταν, είναι και παραμένει, ο πιο ωμός, αφιλτράριστος και ακατέργαστος τρόπος να δημοσιοποιηθεί η αντανάκλαση της καταπίεσης του συστήματος (είτε μιλάμε για οικονομικό σύστημα είτε για πεποιθήσεις) στους μη προνομιούχους». Με την ενσωματωμένη του μορφή να εμφανίζεται σε περίφρακτους εμπορευματοποιημένους χώρους, το χιπ χοπ στην ακηδεμόνευτη μορφή του αξιοποιεί τις επικοινωνιακές δυνατότητες των ελεύθερων χώρων σε κάθε ευκαιρία επιβεβαίωσης του αντικυριαρχικού του χαρακτήρα.
Όπως και να έχει, η αντικουλτούρα αποτελεί τον -από τα κάτω- αρνητικό πόλο στην κοινωνική διαλεκτική και στην κατεύθυνση της αμφισβήτησης, της κριτικής και της άρνησης του υπάρχοντος. Χωρίς να βρίσκεται στο απυρόβλητο της κοινωνικής κριτικής μια και, αναπόφευκτα, εκφράζονται αντιφάσεις στην πράξη σε σχέση με τον διακυρηγμένο χαρακτήρα της, η αντικουλτούρα αποτελεί σημείο αναφοράς στην απόπειρα για την κοινωνική απελευθέρωση.
Για την κουλτούρα της “επαναστατικής”
εργαλειοποίησης
Η σχέση του εναντιωματικού κινήματος με την αντικουλτούρα δε θα μπορούσε παρά να είναι σύμφυτη. Πολλά άτομα συγκρότησαν τη σφαίρα των πολιτικών τους αντιλήψεων μέσω της αισθητικής της αμφισβήτησης του Υπάρχοντος. Ποίηση, τραγούδια, λογοτεχνία, ζωγραφική, όλη η κριτική δυναμική που εμπεριέχεται στην αγωνία της «τέχνης» να εκφραστεί ελεύθερα, εμπνέουν τις απόπειρες για προσωπική και συλλογική πολιτική συγκρότηση.
Το στοίχημα ήταν και είναι πάντα να αναγνωριστεί η αυταξία της έκφρασης του δημιουργικού φαντασιακού σε σχέση με την πολιτική δράση και να αποφευχθεί η εργαλειοποίησή του από αυτήν. Η αναφορά μας σε ενός είδους τέτοιο στοίχημα γίνεται γιατί τα όποια αποτελέσματά του προβάλλονται στο προκείμενο πάνω στη σχέση του κινήματος με τους ελεύθερους χώρους.
Η είσοδος στη συστημική κρίση της περασμένης δεκαετίας επιχείρησε να αποκαθηλώσει πολλά από τα δεδομένα σε σχέση με την «οικονομία της εξέγερσης» και έθεσε υπό διαπραγμάτευση τις, έως τότε, αξιακές της βάσεις. Το εναντιωματικό κίνημα βρέθηκε αντιμέτωπο με μια καταστολή που σε μεγάλο μέρος της εκφράστηκε -και εκφράζεται μέχρι και σήμερα- με οικονομικούς όρους. Οικονομική στήριξη κρατουμένων, δικαστικά έξοδα, χρηματικές εγγυήσεις, πρόστιμα κάθε είδους. Αυτή η οικονομική πίεση οδήγησε μέσω της αμεσότητας στην ικανοποίησή της, σε μια επιθετική και απαιτητική σχέση του κινήματος προς την «τέχνη» και σε μια επίσχεση των δυνατοτήτων της. Συναυλίες, πάρτυ, ρεμπέτικά γλέ- ντια οικονομικής ενίσχυσης μονοπώλησαν σχεδόν τις επικοινωνιακές δυνατότητες των στεκιών και των καταλήψεων και κατ’ επέκταση των «συναφών» ελεύθερων δημόσιων χώρων.
Η εργαλειοποίηση της «τέχνης» σε ευθεία αναλογία με την επιτακτικότητα των οικονομικών ενισχύσεων του κινήματος υπέστειλαν ακόμη και βασικά χαρακτηριστικά της αντικουλτούρας. Το εναλλακτικό αστικό θέαμα γίνεται δεκτό με συνθηματολογικές και πυροτεχνηματικές επευφημίες από μέρος του εναντιωματικού κινήματος σε κάθε απόπειρα πλησιάσματος και εκατέρωθεν οικειοποίησης. Η αντικουλτούρα, έτσι, έρχεται αντιμέτωπη με μια συν-ύπαρξη με το εναλλακτικό θέαμα εν ονόματι των οικονομικών αναγκών του κινήματος. Η θέσμιση της παρουσίας του εναλλακτισμού στους εναντιωματικούς χώρους δημιουργεί μια σύγχυση στην κοινωνική τους πρόσληψη. Αυτή η σύγχυση προβάλλεται από μέρος του κινήματος ως «κοινωνικοποίηση» των προταγμάτων και ως έξοδος από την «αυτοαναφορικότητα». Είναι πασιφανές ότι, είτε από κάποιους δεν έχει γίνει αντιληπτή η ιστορική δύναμη της Κοινωνίας του Θεάματος να αφομοιώνει ό,τι «αγγίζει» (και ποτέ το αντίστροφο), είτε κυριαρχεί η ματαιοδοξία ότι αυτοί οι κάποιοι είναι πιο έξυπνοι από το Θέαμα και το χρησιμοποιούν…
Όπως και να έχει, η διαρκής αποσυλλογικοποίηση των ανατρεπτικών εγχειρημάτων, η απουσία της δυναμικής τους στο δρόμο (αντιστρόφως ανάλογη με τα μαζικά πανηγύρια στις συναυλίες συμπαράστασης), η θέσμιση της κατανάλωσης αλκοόλ στις εκδηλώσεις οικονομικής στήριξης ως ένδειξη έμπρακτης αλληλεγγύης, όλα αυτά είναι γεγονότα προς περίσκεψη και αναστοχασμό.
Αυτή η κουλτούρα εργαλειοποίησης και ανάλωσης της «τέχνης» είναι απολύτως λογικό να προβάλλεται και στη σχέση με τους ελεύθερους δημόσιους χώρους. Αντί να προκρίνεται μια αυταξία στη σχέση του εναντιωματικού κινήματος με τους ελεύθερους χώρους, να αναδεικνύονται ως χώροι ελευθερίας μέσα από μια διαρκή σχέση με πολυθεματικό χαρακτήρα στη βάση των ζητημάτων της καθημερινής ζωής, εντέλει, χρησιμοποιούνται σχεδόν κατά κόρον για εκδηλώσεις οικονομικής ενίσχυσης, καταπονούνται στη σχέση τους με τις γειτονιές, τις περισσότερες φορές με κακή διοργάνωση (εξοπλισμός ήχου, τουαλέτες, περιφρούρηση) και καταλήγουν να προσφέρουν τις κατάλληλες αφορμές προκειμένου να «καούν» ως χώροι φιλοξενίας της όποιας αντικουλτούρας.
Είναι καιρός να αναστοχαστούμε, στο βαθμό που μας αναλογεί η ευθύνη για την -σχεδόν ολοκληρωτική- απώλεια των ελεύθερων δημόσιων χώρων, με σκοπό την επανοικειοποίηση και τη διεκδίκησή τους από την εμπορευματική και κρατική διαχείριση. Τον τελευταίο καιρό παρατηρούμε από τη μεριά του κράτους την απόπειρα να περιθωριοποιηθούν και να ποινικοποιηθούν με σκοπό να εκδιωχθούν από τις πλατείες όλες εκείνες οι παρέες που για διάφορους λόγους τις έχουν συλλογικά οικειοποιηθεί. Πρόκειται για ένα πεδίο κοινωνικής διαλεκτικής από το οποίο η απουσία μας ή η περιστασιακή εργαλειακή μας παρουσία δε θα είναι μόνον αυτοκαταστραφική αλλά θα πάει πολλά βήματα πίσω κάθε απόπειρα για την κοινωνική απελευθέρωση.
