Κομμάτια και αποσπάσματα για τον Βαγγέλη Παπάζογλου

Posted by Φερτά υλικά on November 29, 2022 · 20 mins read

Ο Βαγγέλης Παπάζογλου γεννήθηκε στο Ντουρμπαλί της Σμύρνης το 1896. Ήταν αυτοδίδακτος μουσικός και από παιδάκι έπαιζε μαντολίνο και αργότερα έμαθε κιθάρα, βιολί και μπάντζο. Αν και αυτοδίδακτος, κατόρθωσε να μάθει να γράφει παρτιτούρες κι έτσι πολλές παρτιτούρες των τραγουδιών του διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Με την απελευθέρωση της Σμύρνης το 1919, κατατάσσεται ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό, συμμετέχει στη Μικρασιατική εκστρατεία και έρχεται ως πρόσφυγας στην Ελλάδα το 1923 μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Αρχίζει να δουλεύει ως επαγγελματίας μουσικός και το 1924 ανοίγει ένα δικό του ουζερί στις παράγκες της Παλιάς Κοκκινιάς. Γνωρίζεται με την Αγγελική Μαρωνίτη, σπουδαία Σμυρνιά τραγουδίστρια, με την οποία παντρεύονται το 1927. Στα 1929 η Αγγέλα τυφλώνεται και στα 1936 αποσύρεται οριστικά από τα πάλκα αφού της το απαγορεύει ο Βαγγέλης. Μένουν στην Κοκκινιά, δεν αποκτούν όμως παιδιά και έτσι υιοθετούν τον ανηψιό της Αγγέλας, Γιώργη Παπάζογλου. Στη δισκογραφία πρωτοεμφανίζεται το 1933 με τρία τραγούδια του: «Αν ήμουν άντρας», «Αργιλέ μου» και «Ο Νικοκλάκιας». Έχει έντονη παρουσία μέχρι το 1937, οπότε έρχεται σε ρήξη με τη Μεταξική λογοκρισία, αρνούμενος δημόσια να λογοκριθούν τα τραγούδια του από «αμόρφωτους ανθρώπους», με αποτέλεσμα την εξαφάνισή του από τη δισκογραφία. Έτσι από το 1937 και μετά, μόνο ένα τραγούδι από τα δεκάδες που είχε, φωνογραφήθηκε στο όνομά του: «Να μη λες το μυστικό σου» με τον Κώστα Ρούκουνα στα τέλη του 1938. Συνεχίζει όμως να παίζει σε κέντρα, γάμους και πανηγύρια ανά την Ελλάδα, αλλά και να γράφει τραγούδια. Πολλά από αυτά “απαλλοτριώθηκαν” από ελλαδίτες καλλιτέχνες οι οποίοι τα κυκλοφόρησαν με δικούς τους στίχους και παιγμένα με διαφορετικά όργανα από αυτά που προϋπέθετε ο Β. Παπάζογλου. ‘Αλλα τραγούδια του τα χάρισε σε διάφορους συνθέτες και τραγουδιστές. Ο Βαγγέλης όταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει και να χορεύουνε οι «φχαριστημένοι και οι μαυραγορίτες», παράτησε την κιθάρα και το τραγούδι, έριξε ένα τσουβάλι στον ώμο και έγινε παλιατζής. Η πείνα τον τσάκισε και πέθανε φυματικός την Κυριακή 27 Ιουνίου του 1943.

image tooltip here

Αναδημοσιεύουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο “τα χαϊρια μας εδώ” του Γιώργη Παπάζογλου, θετού γιου του Βαγγέλη και της Αγγέλας, βιβλίο το οποίο στην ουσία είναι μια “απομαγνητοφώνηση” ζωντανών μαρτυριών της Αγγέλας Παπάζογλου από τη ζωή στην Σμύρνη μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1983. Πρόκειται για μια αυτοέκδοση 662 σελίδων που δύσκολα μπορεί να βρει κανείς σήμερα. Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε σκιαγραφούν μέσα από τα μάτια της Αγγέλας το πλαίσιο μέσα στο οποίο έζησαν, τη “φιλοσοφία” του Βαγγέλη Παπάζογλου για τη σχέση της μουσικής με την καθημερινή του ζωή, για τις συνειδησιακές συγκρούσεις που παράγονται από την καθεστωτική αντίληψη για τη μουσική ως επάγγελμα, για το ρεμπέτικο και τις διαφορετικές προσλήψεις των φυσικών του φορέων γι’ αυτό, για τις κλοπές των τραγουδιών του από φίρμες του μεσοπολέμου όσο ζούσε αλλά και μετά το θάνατό του. Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε ακολουθούν τη ροή του βιβλίου και έχουν την αυταξία τους χωρίς να χρειάζονται ιστορικές αντιστοιχίσεις και επιπλέον σχολιασμούς.Πέρα από την Αγγέλα Παπάζογλου που έχει την δική της αδιαμφισβήτητη προσωπική αυταξία χωρίς να έχει υπάρξει ούτε στιγμή στη σκιά του αγαπημένου της (μια αυταξία που αποτυπώνεται εμβριθώς στο συγκεκριμένο βιβλίο), θεωρούμε για τον Βαγγέλη Παπάζογλου, στο προκείμενο, ότι πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο και αξιόλογο πρόσωπο, το οποίο ξεχωρίζει για το έργο αλλά, κυρίως, για τη στάση του μέσα στις πολύ δύσκολες ιστορικές συγκυρίες που διάβηκε στο μήκος της ζωής του.

… Τα τραγούδια που έγραψε ο Βαγγέλης και έλεγε πώς να ξεφύγουμε από την κακοριζικία, αυτά ήταν τα ρεμπέτικα. Δεν υπάρχουν ρεμπέτικα χασικλίδικα… δεν υπάρχουν ρεμπέτικα βρώμικα… δεν υπάρχουν ρεμπέτικα της καταστροφής… Τα ρεμπέτικα πρέπει να λένε πώς να ξεφύγουμε από τον θάνατο… πώς να γελάσουμε… πώς να ζήσουμε… να χαρούμε… Αν δεν έχει αυτό το νόημα, δεν είναι ρεμπέτικο. Είναι μοιρολόι… Το ρεμπέτικο σε παίρνει από την δυστυχία και σε κάνει ευτυχισμένο. Σου λέει να παλέψεις με την μοίρα σου και να ζήσεις… να μην πεθάνεις… Τα χασικλίδικα και τα ψευτομάγκικα δεν είναι ρεμπέτικα. Όλα τα τραγούδια δεν είναι ρεμπέτικα βρε αδερφέ… Ρεμπέτικα δεν είναι τα λαϊκά της φυλακής και της χάψης… Για αυτό δεν του περνούσαν τραγούδια του Βαγγέλη και είχαν λυσσάξει, γιατί ο Βαγγέλης δεν τους έκανε τα χατίρια… δεν πουλιότανε… δεν έβαζε μυαλό και προτιμούσε να βγάζει στα κέντρα πιατάκι και να πεινάει, παρά να πουληθεί και να τα κονομάει… Πέθανε και δεν άλλαξε κεφάλι… Καλά έκανε και δεν πρόδωσε ούτε τον εαυτό του, ούτε εμάς… Για αυτό τον αγαπούσα και τον λάτρευα και τα τράβαγα και εγώ μαζί του όλα… Έλεγε: “Άμα τραγουδάς τον πόνο του κόσμου, τραγουδάς και τον δικό σου τον καημό… Άμα λες μόνο το δικό σου ντέρτι, δεν είσαι ρεμπέτης… Είσαι λαϊκός… ”

Ο Βαγγέλης μου δεν είχε ανάγκη από όργανα για να γράφει μουσική. Έγραφε επάνω στις μανσέτες του, εκεί που περπατούσε, μου σου μίλαγε. Έγραφε, έσβηνε… Τη γομολάστιχα του την έχω ακόμα. Είχε ανάγκη να γράφει σε ότι χαρτί έβρισκε.

… Και πέθανε ξέρεις γιατί; Γιατί φώναζε με όλη τη δύναμη που είχαν τα πλεμόνια του: «Μην πεθαίνετε βρε… Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τους εκδικηθούμε… Μην πεθαίνετε…».

… Και πούλαε συνέχεια ο γιατρός. Και καλά… του λέει του Βαγγέλη. Μου είπες πως φόραγες παπιόν. Ποια είναι η δουλειά σου; Μουσικός είμαι… του λέει. Έ… και γιατί δεν παίζεις τώρα; Είναι πιο ξεκούραστη δουλειά. Μπορεί να σωθείς… Και να παίζω του λέει κιθάρα να χορεύουνε οι πεθαμένοι καρσιλαμά;… Και να βλέπει ο ένας τον άλλο να τρομάζει;… Να κάνουνε πεθαμενοτρομάγματα; Μα εγώ λέει, ακούω που γίνονται πάρτυ… Γλεντάνε όσοι έχουνε. Ποιοι;… λέει ο Βαγγέλης. Οι μαυραγορίτες, οι χαφιέδες, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί;… Εγώ του λέει, αφού είσαι γιατρός, θα στο πω με δικές σου κουβέντες να το καταλάβεις… Εγώ δεν τρώγω από το πτυελοδοχείο που φτύνει ο κόσμος… Σιχαίνομαι… Τέτοια ζήση εγώ δεν τη θέλω…

image tooltip here

Μην γελιέσαι… Τα τραγούδια τα έχουνε στα χέρια τους, αυτοί που έχουν τα κανόνια και τα ντουφέκια και τα σπαθιά και τα μπιστόλια… το έχουνε μονοπώλιο… Εσύ δεν μπορείς ούτε χαρχάλα στο σπίτι σου να έχεις. Πρώτα σου ζαλίζουν τα αυτιά κι ύστερα σε πάνε σαν το αρνί στην σφαγή. Μας πουλήσανε, μας σφάξανε και τα μάθαμε…

Ο Βαγγέλης σταμάτησε στην κατοχή να τραγουδά. Ήξερε πως με το τραγούδι δεν εξυπηρετιούτανε κανείς, αφού πεθαίναμε από την πείνα, παρά μόνο οι μαυραγορίτες, οι σαλταδόροι, οι Ιταλοί και οι Γερμανοτσολιάδες. Ο Βαγγέλης ήτανε ο πρώτος που τραγούδησε, που έγραψε ρεμπέτικο τραγούδι και δεν το πρόδωσε ποτές. Προτίμησε από την πείνα και τη φυματίωση να πεθάνει… Το ρεμπέτικο για τον Βαγγέλη ήτανε φιλότιμο…

Αμάν ρε Βαγγέλη –του λέω… Σταμάτα… θα στο κλέψουνε και αυτό… Τι πάει να πει -λέει- θα το κλέψουνε… Εσύ δε μου πες να γράψω ένα τραγούδι για τις Αγιοθοδωρίτισσες; Εσύ δεν ήθελες να το ακούσεις; Ήτανε να μην μου το πεις… Ήτανε να μην το γράψω… Άκου το τώρα… θα το πω… Εγώ δεν είμαι ξερή καλαμιά στον κάμπο. Είμαι ριζωμένο πλατάνι εγώ… και βγάζω βλαστούς όπως μου αρέσει. Ας το κλέψουνε… Αυτοί γίνονται ρεζίληδες… Μπορώ να γράψω κι άλλο αν το κλέψουνε αυτό…

…οπερέτες, δημοτικά, κλέφτικα, κρητικά, καλαματιανά, φυσούνια, θρακιώτικα, γιαννιώτικα, κονσέρτα με καβαλλαριές, με βαλς, με σορούς του Μπράμς, με σερενάτες… Όλα τα παίζαμε. Κι από όπερες κάτι μέρη. Ξέραμε αναγκαστικά κι ένα τραγούδι από κάθε μελέτι για να ευχαριστούμε τους πελάτες. Κι εβραίικο παίζαμε, και αρμένικο, και αράπικο. Ήμαστε κοσμοπολίτες εμείς. Αγαπούσαμε όλον τον κόσμο και μας αγαπούσανε. Δεν είχε συμφέροντα κανείς στο τραγούδι. Τραγουδούσες, χόρευες, ήσουνα λεύτερος, να κάνεις ότι θέλει η καρδιά σου κι η σειρά σου.

Τώρα εδώ πήρανε τα καλά ρεμπέτικα και τα γελοιοποιήσανε. Κάνανε μπουγάδα του μυαλού στον κόσμο, τους βγάλανε τη γλύκα μέσα απ΄το κεφάλι τους, και τα παιδιά της νεολαίας αγαπάνε τα ξένα και το χασίσι πάει σύννεφο… δίνει και παίρνει η πρέζα… Πες μου, από τους χασικλήδες και τους πρεζάκηδες που πιάνουνε κάθε μέρα είναι κανένας ρεμπέτης; Δείξε μου έναν και θα σε παραδεχτώ… Στην Πλάκα ήτανε ρεμπέτες που κάνανε τα θάματα; Δείξε μου έναν ρεμπέτη που να είναι χασικλής… να ρίχνει μες στο αίμα του την κοκαΐνη. Κάθε μέρα κατηγοράνε και πιο πολύ το ρεμπέτικο. Δεν το καταλαβαίνετε θα πω, πως για να το κατηγοράνε αυτοί με τόση λύσσα, δεν τους συμφέρει; Και δεν καταλαβαίνετε πως ότι δε συμφέρει σε αυτούς, είναι καλό για μας;… Καλά τι λένε αυτοί… Εσείς δεν έχετε μυαλό; Δεν διαβάζετε; Από τους κλέφτες που πιάνουνε, τους ληστές, τους διαρρήκτες, τους τσάτσους, είδατε εσείς να είναι κανένας ρεμπέτης; Όποιος κατηγοράει το ρεμπέτικο, ή δεν ξέρει τι του γίνεται, ή είναι πληρωμένος, ή τα κονομάει που πεθαίνει ο κόσμος από το χασίσι…

Όλα τα τραγούδια που είχε γράψει από μικρός ο Βαγγέλης, τα ξέρανε όλα οι κύριοι-κύριοι κλέφτες πως ήτανε δικά του, κι ηρχούντουστε και του λέγανε μες στα μούτρα του: «Δώσε τα μας βρε Βαγγέλη…». Κι ούτε τους τα έδινε αυτωνώνε κι ούτε τα έβγαζε ο ίδιος δίσκους. Έλεγε: «Αυτά τα τραγούδια είναι προίκα της Σμύρνης…». Και τους άλλαζε τα λόγια. Τα άφηνε όπως ήτανε. Κάτι λογάκια άλλαζε δηλαδή. Κι από αυτά τα πολλά τα τραγουδούσαμε στου Θεόφραστου. Και για γούστο μας εμείς, αυτά τα τραγούδια τραγουδούσαμε. Με αυτά τα τραγούδια γλεντάγαμε στο σπίτι.

image tooltip here

Αυτά όλα τα τραγούδια ήτανε αδέσποτα. Έλεγε ο Βαγγέλης ότι ο λαός είναι ο πιο μεγάλος καλλιτέχνης… ο πιο μεγάλος συνθέτης. Αυτά τα τραγούδια - ήλεγε - έχουνε και θεμέλια και ταράτσα. Αν ήτανε σπίτια, θα ’λεγες πως τα ’χει σιάξει μεγάλος αρχιτέκτονας…

…Τριάντα έξι τραγούδια μαζεμένα τα ’κοψε η λογοκρισία του Μεταξά. Οι δημόσιοι υπάλληλοι… τα σκουλήκια που κάνουνε «το καθήκον τους» όχι μόνο στις δικτατορίες, αλλά και στις κατοχές… κι όταν ακόμα μας σφάζουν οι γερμανο-ιταλοί… Του τα κόψανε γιατί δε δέχτηκε να αλλάξει ούτε ένα λόγο… ούτε έναν λόγο… Στον «μπατίρη», αυτός ο λόγος ήτανε όλο το νόημα του τραγουδιού. Εκεί που λέει: «Ελεύθερος να ζήσω» του το σημειώσανε να το σβήσει και να γράψει «χαρούμενος να ζήσω». Και μάλιστα το ’γραψε εκεί μπροστά τους. «Έτσι σας αρέσει;», τους είπε. Του είπανε: «Ναι…». «Ε… εμένα έτσι δε μ’ αρέσει. Εγώ δεν είμαι χαρούμενος,αν δεν είμαι λεύτερος… Εγώ άμα έχω σκλαβιά πάνω απ’ το κεφάλι μου, δε γελάω…».

…Και γύρισε και είπε στην ξανθιά, την αντιπαθητικιά, τη γεροντοκόρη την κανκάγια, που ήταν μέσα εκεί:

  • Είδες που με ρώτησες προηγουμένως, γιατί τελειώνει το επίθετό μου σε «ογλου» και δε σου απάντησα; Σου απαντάω τώρα… Εγώ γεννήθηκα μες στην Τουρκιά… στην τουρκοκρατία… στη σκλαβιά… και δεν ηγέλασε ποτέ τ’ αχείλι μου εκεί πέρα. Εγώ δε γελάω άμα δεν είμαι λεύτερος… έτσι είμαι μαθημένος… Δεν τα δίνω τα κομμάτια…
  • Μα, οι άλλοι όλοι; Ορίστε… Εδώ είναι τα κομμάτια. Πώς τα δώσανε; Δεν είναι τίποτα… Ένα λογάκι… Μην κάνεις έτσι…
  • Δεν μ’ ενδιαφέρει τι κάνουνε οι άλλοι. Εγώ είμαι αυτός που είμαι.. Δεν κάνω ό,τι κάνουνε οι άλλοι.
  • Και τι θα κάνεις; του είπανε.

Οι μουσικοί οι ντόπιοι να δεις… Μας είχανε κολλήσει σαν τριχόψειρες. Από κάτω από τα σκέλια μας τριγυρίζανε. Και δεν μας χωνεύανε και δεν φεύγανε από κοντά μας. Παίρνανε από εμάς τα τραγούδια, αλλά επειδή τα παίζανε με άλλα όργανα, ακουγόντουσαν αλλιώς τα τραγούδια.

Ο Βαγγέλης με τρία πράγματα που τραγούδησε έγινε αρχιμάστορας… δάσκαλος… αρχιρεμπέτης… Τραγούδησε το κουράγιο, την υπομονή, και τα όνειρα του βασανισμένου λαού. Τραγούδησε την αλήθεια όσο πικρή και να ήτανε… Δεν τραγούδησε την κακομοιριά, ούτε τραγούδησε την κακιά μας μοίρα. Τραγούδησε πως θα ξεφύγουμε από αυτή… Δεν τον αφήναμε όμως… έφτυνε αίμα να περάσει ένα σωστό τραγούδι. Άμα τα κατάφερε και πέρασε τον «ξεμάγκα» ήτανε ευτυχισμένος. «Τους την έφερα -έλεγε- και κάνανε και τους έξυπνους… Χασικλίδικο δεν θέλανε; Χασικλίδικο τους έδωσα… Μόνο, όσο είμαι εγώ «γκράν πάπας», άλλο τόσο είναι και ο «ξεμάγκας» χασικλής… Εγώ εκείνο που ήθελα, το είπα…».

Και σηκωθήκαμε και φύγαμε. Εκείνο ήτανε… Δεν ξαναπήγαμε σε τέτοιες δουλειές. Οι άνθρωποι της δουλειάς μας ήταν σπουδαγμένοι… είχανε φάει την μουσική με το κουτάλι. Τη μουσική την υπηρετούσαν σαν να ήτανε παπάδες σε εκκλησία. Την είχανε ακριβή τη δουλειά τους. Η μουσική και το τραγούδι ήταν για αυτούς κάτι ιερό που δεν το μπασταρδεύανε… Δεν δουλεύανε μόνο και μόνο για να φάνε… Δεν κάνανε για σκυλάδικα, για πανηγύρια… Κρατούσανε την τέχνη τους αψηλά, όπως οι ζωγράφοι που δε ζωγραφίζουνε νταμπέλες με γράμματα και καΐκια… που δε μπογιατίζουνε πόρτες και παράθυρα…

image tooltip here

Αυτοί όλοι που κάνουνε τους Σμυρνιούς, ερχόντουσαν που παίζαμε εδώ και τα σμυρνέικα τα μάθανε από μας. Μας κυνηγούσανε από πίσω όπου παίζαμε. Άμα θες μην το πιστεύεις… αλλά ήταν οι πιο καλοί μουστερήδες μας… Καλά κάνανε… αφού μπορούσανε… Εμάς όμως το φιλότιμο δεν μας άφηνε.

Ο Βαγγέλης μέχρι σε πάρτες τους τα έγραφε και τους τα έδινε. Και κομμάτια που του ζητούσανε δήθεν άλλες κομπανίες για να τα παίξουνε, όλοι καινούργια του γυρεύανε, κι ύστερα τα ακούαμε σε δίσκους με τα ονόματα αυτωνών πούχανε πιάσει τα πόστα σε εταιρείες τα γερά. Δε ντρεπούντουστε… Πάει… τελείωσε…

Μες στα μούτρα μας και τα αυτιά μας τα κάνανε αυτά. Εκείνοι πλουτίσανε με αλλωνώνε σιρμαγιές, και μας που ήτανε δικές μας, τους τα χαρίζαμε να τα βγάζουνε πλάκες να τα ακούει ο κόσμος… να παίρνει δόξα η Σμύρνη…

Εμείς εδώ φτωχύναμε. Τι να γίνει… Η ζωή τα έχει αυτά… Δεν παραπονιέμαι… Η κουβέντα το έφερε τώρα. Δεν αλλάζουμε εμείς την καρδιά μας με λεπτά… δεν πουλάμε την Σμύρνη.

Εμείς έπρεπε να τους μάθουμε να λένε σωστά τα δημοτικά, τα ρεμπέτικα, τα κλέφτικα. Τα μικρά μας βάσανα εμείς τα λέγαμε με τα δημοτικά και τα σμυρνέικα τα καθ΄ εαυτού. Δε μπορείς να κλαις τη μοίρα σου με το τσάρλεστον ούτε και με τα λαϊκά. Τα μεγάλα μας τα βάσανα τα ρωμέικα, τα λέγαμε με το τζιβαέρι και το μινόρε εμείς. Ξέραμε τι τραγουδούσαμε και γιατί το τραγουδούσαμε. Σε κανέναν τραγούδι που έλεγα εγώ, δεν καμάρωνα που ήμαστε φτωχοί. Δεν τραγουδούσαμε ποτέ τη φτώχεια. Τη φτώχεια την είχαμε σε ντροπή. Το είχαμε σε ντροπή να είσαι φτωχός και να μην έχεις να φας και να σου χτυπάνε την πόρτα.

Γλεντούσαμε εμείς. Δε μοιρολογούσαμε. Δε γλεντούσαμε μόνο στους γάμους και στις γιορτές. Κάθε βράδυ γλέντι γινότανε. Προ πάντων τα σπίτια που είχανε άντρες γλεντάγανε συνέχεια. Παίρνανε ένα μπουκάλι ούζο, κάνανε ένα μεζέ, κι αρχίζαμε το γλέντι. Στο κέφι μας διαφέραμε σαν τη νύχτα με την μέρα από τους ντόπιους. Εδώ για να γλεντήσουνε, έπρεπε κάτι να συμβεί.Για να κερδίσουνε τις εκλογές, για να βγει, να κερδίσει ο βουλευτής ο δικός τους. Δηλαδή όλο το γλέντι τους ξεκινούσε από τη χαρά που νιώθανε πως χάσανε οι άλλοι. Η πιο μεγάλη τους χαρά ήτανε να πασαλείβουνε σκατά στις πόρτες των χαμένων.

image tooltip here

Κι εδώ άμα ήρθαμε παιδί μου, μας τα γυρεύανε αυτά τα παλιά. Μόνο εγώ κι ο Βαγγέλης τα ξέραμε. Ήμαστε βλέπεις Σμυρνιοί εμείς, επαγγελματίες στη δουλειά. Τι να σου κάνουνε οι άνθρωποι… Μη την προσφυγιά όποιος έπαιζε για το γούστο του κανά βιολάκι, ήρθε εδώ και έκανε τον οργανοπαίχτη. Αυτοί όλοι μας τριγυρίζανε κι από εμάς τα μαθαίνανε. Εγώ τα ήξερα από τον παππού μου, όλα τα πιο παλιά. Είχαμε μεγάλη σιρμαγιά. Ήτανε κι άλλοι μουσικοί Σμυρνιοί που ξέρανε πολλά. Αυτοί όμως δεν κατεβαίναν να παίξουν στα πάλκα, κι όπως δεν παίζανε τα ξεχνάγανε, κι ύστερα ερχόντουσαν και μας ακούγανε και τα ξαναθυμόντουσαν από εμάς. Μας κυνηγούσαν από πίσω οι δικοί μας. Εμείς τους τα θυμίζαμε. Και τα λόγια και όλα… Κι ύστερα τα κλέβανε. Τα γράφανε στο όνομα τους, λέγανε πως ήταν νούτικά τους, και καμαρώνανε και κάνανε τους μεγάλους συνθέτες και μουσικούς. Γιατί τα τραγούδια της Σμύρνης δεν είχανε πατέρα να πούμε. Δεν βγαίνανε τότε πλάκες να γράφεται επάνω το όνομα σου και να ξέρουνε πως είσαι ο μπαμπάς τους. Βγάζανε τραγούδια γιατί τα χρειαζόντουσαν για τη δουλειά τους να τα λένε, να μη λένε τα ίδια και τα ίδια. Κι άλλος τραγουδούσε τη γειτόνισσα του, κι άλλος τραγουδούσε την πελάτισσα του, κι άλλος τη συνοικία του. Έτσι βγαίνανε τα τραγούδια της Σμύρνης… Δεν έγραψε κανένα ο Μπετόβεν, ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι συνθέτες… Οι οργανοπαίχτες τα βγάζανε… Οι τραγουδιστάδες… να… εσύ κι εγώ. Και δεν κοκορευόσουνα πως έβγαλες τραγούδι. Το έλεγες, το μαθαίνανε κι άλλοι, και πάει καλιά του. Ούτε ξέρανε ποιανού ήτανε… Όλα τα τραγούδια της Σμύρνης Έλληνες τα βγάζανε. Αλλά ποιοι Έλληνες… Όχι αυτοί που μπήκανε διευθυντές στου Στρίγγου και στην προσφυγική αποκατάσταση και στις εταιρείες δίσκων και γυρίζανε στα πάλκα και σου λέγανε: «Φέρε πέντε τραγούδια, να σου βάλουμε τα δύο και τα τρία δικά μας… Εμείς θα διαλέξουμε…».