Τα παραδείγματα με τις απόπειρες συλλογικών δημιουργικών σχημάτων να παρακάμψουν τη διαμεσολάβηση των εμπόρων είναι πολλά. Αυτή η παράκαμψη μπορεί και να είναι σε όφελος των “καταναλωτών” μπορεί όμως και όχι, αφού ένα σχήμα κάλλιστα μπορεί να καρπωθεί με αυτόν τον τρόπο το κέρδος του μεσολαβητή/έμπορα για τον εαυτό του. Γίνεται, απλώς, έμπορος του εαυτού του.
Είναι, ωστόσο, σύνηθες στην “κουλτούρα του ροκ” μια κίνηση παράκαμψης των εμπόρων να ενδύεται με μια ριζοσπαστική πρόταση. Αντιεμπορικότητα. Χωρίς μεσάζοντες, χωρίς τους μεσολαβητές που κατέχουν τα μέσα διακίνησης εμπορευμάτων κι έτσι επιβάλλουν τη δικτατορία τους. Παίρνοντας το έργο ανθρώπων για ένα κομμάτι ψωμί για να βάλουν στη συνέχεια το πολλαπλάσιο φέσι τους που θα αναγκαστεί να πληρώσει ο καταναλωτής. Το πέταγμα των εμπόρων έξω από τη διαδικασία διακίνησης των προϊόντων ανοίγει νέες προοπτικές που μπορούν να πάρουν και ριζοσπαστική κατεύθυνση αλλά που, ωστόσο, σπάνια επιλέγεται.
Η διακίνηση των έργων εκτός των δικτύων διανομής δεν σημαίνει αντιεμπορευματικότητα. Είναι άλλο να είσαι, απλώς, ενάντια στους εμπόρους κι άλλο ενάντια στα εμπορεύματα. Από τη στιγμή που ένα έργο φτιάχνεται για να πουληθεί είναι εμπόρευμα. Έχει αξία χρήσης (καλύπτει κάποιες ανάγκες) και ανταλλακτική αξία (το αντίτιμο) που ενσωματώνει την τιμή του κόστους και την υπεραξία (το κέρδος). Όταν ένα συλλογικό -ή μη- δημιουργικό σχήμα επιλέγει να ζήσει από το έργο του ενσωματώνει στην ανταλλακτική αξία, στο αντίτιμο, όλο το κόστος της οικονομικής ζωής του. Όλο το αντίτιμο μένει στον δημιουργό, οπότε λογικά όταν παρακάμπτεται ο έμπορος υποτίθεται ότι αφαιρείται από το αντίτιμο το δικό του εμπορικό παρασιτικό κέρδος κι έτσι το προϊόν μπορεί να είναι φθηνότερο. Αυτό, όμως, δεν ισχύει για τα δημιουργικά σχήματα που επιλέγουν αυτήν τη μορφή διακίνησης αλλά κινούνται μέσα στα όρια του καθεστώτος.
Δεν είναι πολλά αλλά ούτε και λίγα εκείνα τα σχήματα -μερικές φορές καθιερωμένα στην κυρίαρχη σκηνή- που κατά καιρούς όχι μόνο διακινούν μόνα το έργο τους αλλά και το συγκροτούν εκτός της μουσικής βιομηχανίας. Με ίδια μέσα (βλ. σημειώσεις, παράδειγμα Radiohead). Μερικές φορές με ελεύθερη οικονομική συνεισφορά στα σάιτ τους για το κατέβασμα του υλικού τους. Επειδή αυτή η κίνηση προσλαμβάνεται και ως μια κίνηση ανεξαρτησίας των δημιουργών από τις παρασιτικές εταιρίες, τους εμπόρους κάθε είδους, η ανταπόκριση των καταναλωτών καλύπτει -συνήθως και με το παραπάνω- τα σχετικά οικονομικά πλάνα των δημιουργών. Παράλληλα, βέβαια, δεν λείπει και η φυσική μορφή διακίνησης του έργου, οι δίσκοι, τα cd, οι κασέτες που τιμώνται με τρέχουσες τιμές αγοράς. Έτσι, η πρακτική αυτή των καθεστωτικών δημιουργών είναι εξαιρετικά αποτελεσματική για τις τσέπες τους. Το καταναλωτικό κοινό στηρίζει την επιλογή εκτός εμπορίου αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα για την δική του τσέπη πέραν του ότι, από ηθικής πλευράς, γνωρίζει ότι τα χρήματα που πληρώνει θα πάνε όλα στους δημιουργούς.
Βλέπουμε ότι η ελεύθερη οικονομική συνεισφορά βρίσκεται αποσπασματικά μέσα στις πρακτικές αυτών των δημιουργών. Σκέφτεται έτσι κάποιος με ευκολία ότι πρόκειται απλώς για έναν τρόπο να πάρουν ό,τι μπορούν από την “πειρατεία” του διαδικτύου θέτοντας ηθικά διλήμματα. Η ελεύθερη οικονομική συνεισφορά πάει περίπατο όταν πρόκειται για τη φυσική μορφή του προϊόντος αλλά και τις ζωντανές συναυλίες των συγκεκριμένων δημιουργών. Εκεί υπάρχει πάντα το αντίτιμο.
Το ηθικό ζήτημα περιορίζεται στους μεσάζοντες αλλά όχι στην ύπαρξη αντιτίμου, με την έννοια του αποκλεισμού ανθρώπων από την πρόσβαση σε ένα έργο στον βαθμό που δεν μπορούν να πληρώσουν. Οι δημιουργοί γίνονται έμποροι του εαυτού τους, δικαιώνονται ηθικά ενάντια στα παράσιτα του εμπορίου και στη συνέχεια αναπαράγουν άθικτη όλη την κουλτούρα του εμπορευματικού κόσμου. Οι δημιουργοί αποπειρώνται να ζουν από το έργο τους ορίζοντας πλέον εκ νέου οι ίδιοι τα περιθώρια του κέρδους τους, σε μια διαλεκτική σχέση με τις ανάγκες τους όπως οι ίδιοι θα τις ορίσουν σε σχέση με την “επιτυχία” ή όχι της καταναλωτικής ζήτησης. Μπορεί, εντέλει, ένα προϊόν χωρίς μεσάζοντες να είναι εξίσου ή και πιο ακριβό σε σχέση με τις τρέχουσες τιμές.
Τα ηθικά προτάγματα έχουν ήδη εξαντληθεί και τίποτε το πραγματικά ριζοσπαστικό δεν διακυβεύεται πλέον. Η ελεύθερη οικονομική συνεισφορά μπορεί να επανέλθει ή και όχι, μόνον μέσα στο ασφυκτικά αποσπασματικό πλαίσιο αυτής της οικονομικής διαδικασίας.
Όλα αυτά, βέβαια, αφορούν δημιουργούς και καταναλωτές που κινούνται μέσα στο πλαίσιο ενός πιο δικαιου, πιο ανθρώπινου και λιγότερο… εκμεταλλευτικού καπιταλισμού. Ελεύθερη οικονομική συνεισφορά, αυτοοργάνωση, αυτοδιαχείριση, χωρίς μεσάζοντες και διαμεσολαβήσεις, είναι όροι που κυκλοφορούν σαν ρητορικά πυροτεχνήματα τη στιγμή που ακρωτηριάζονται μέσα στην καθημερινή πραγματικότητα των εμπορευματικών σχέσεων. Είναι επικλήσεις όρων που εμπνέουν ελευθερία και… αξιοπρέπεια στους καταναλωτές ενώ γίνονται για την εξυπηρέτηση πολύ στενών συμφέροντων γι’ αυτό και είναι, εντέλει, αποσπασματικές, ανώδυνες και ακίνδυνες για το οποιοδήποτε καθεστώς.
Το ίδιο συμβαίνει και με οποιαδήποτε επίκληση όρων ελευθερίας και αντίστασης όταν αυτή είναι ενταγμένη μέσα στο πλαίσιο -αυτού που λέμε- κοινωνία του Θεάματος. Μιλάμε για μια διαδικασία που επιτρέπει την ελευθερία σε οτιδήποτε δεν θα αμφισβητήσει τους όρους της δικής της αναπαραγωγής. Στην οποιαδήποτε σκηνή πες ό,τι θες. Κάνε ό,τι θες. Δεν θα θίξεις τον θεαματικό κόσμο, τη δομή του, τη σκηνή, τους από πάνω και τους από κάτω, το αντίτιμο, τους ανασφάλιστους εργαζόμενους που δουλεύουν στις διοργανώσεις, τους νταβατζήδες στις πόρτες, τους ιδιοκτήτες μαγαζιών -πολλών φασιστών ανάμεσά τους-, τις κρατικές περιφέρειες, τους δήμους και τις κοινότητες που σε πληρώνουν, τις επιλογές τους. Κάνε σεμνό ή εκκεντρικό Θέαμα, αφού θες να μιλήσεις μίλα αφαιρετικά, μίλα γενικά ενάντια στις εξουσίες, χωρίς να θίγεις θεσμούς και πρόσωπα, κάνε… παιχνίδι. Πώς αλλιώς θα βγάλεις το ψωμί σου; Πούλα ό,τι μπορείς να πουλήσεις σε αυτούς που ενδιαφέρονται. Δεν θέλεις να είσαι ένας σεμνός και υποταγμένος στην πραγματικότητα δημιουργός που διεκπεραιώνει σεμνά και ταπεινά το έργο του μέσα σε ευχαριστίες ή εθελόδουλες σιωπές; Τότε το Θέαμα σε καταλαβαίνει. Πούλα τρέλα, πούλα ανυποταξία, πούλα αιρετικότητα σε ένα εναλλακτικό κοινό γιατί αυτό σε ενδιαφέρει κι αυτό ενδιαφέρεις, αυτό κλειδώνει τα περιεχόμενα και τις ικανότητές σου μέσα σε μια αγορά που έχει απ’ όλα, εκεί που μπορείς να ικανοποιήσεις τους έτοιμους καταναλωτές σου. Ακόμη κι αυτούς που θεωρούν εαυτούς μη καταναλωτές.
Αλλά έως εκεί. Στη σκηνή μπορείς να πεις και να κάνεις ό,τι θέλεις. Αλλά αυτή η σκηνή, να είσαι σίγουρος ότι θα ανοίξει και θα σε καταπιεί όταν θίξεις έστω και στο ελάχιστο τα δικά της θεμέλια. Αυτούς που σε έβαλαν στο βάθρο. Αυτούς που θα σε ρίξουν από αυτό το βάθρο όταν αυτοί το επιλέξουν. Κι αυτό είναι το Θέαμα. Αυτοί είναι οι αρχιερείς και οι σφαγείς σου.
Μέσα στους θολούς καιρούς όπου είμαστε πεταμένοι, υπάρχει και η φαντασίωση ότι αυτά που εξελίσσονται στις σκηνές είναι απελευθερωτικά. Είναι αντίσταση. Οι συναυλίες και οι παραστάσεις βαφτίζονται ακόμη και…διαδηλώσεις! Στο προκείμενο, το Θέαμα έχει πετύχει για μια ακόμη φορά να υποκαταστήσει την πραγματικότητα. Η αναπαράσταση παίρνει τα ηνία της πραγματικότητας για να την κρατήσει σφιχτά στους περιφραγμένους της χώρους, εν μέσω ανώδυνων αλαλαγμών, εκκωφαντικών εκτονώσεων, με εγγυημένη την επιστροφή στην απάθεια που καμώνεται τη λυτρωμένη, ούσα πνιγμένη στα ανυπότακτα καπνογόνα και στα νόμιμα παραισθησιογόνα.
Τι άλλο μπορεί να συμβαίνει όταν αυτές οι “διαδηλώσεις” χωνεύονται στα θεαματικά φουαγιέ, στα πέταλα και τις εξέδρες και δεν βγαίνουν ποτέ στο δρόμο; Η “περιφραγμένη” αλληλεγγύη που συγκροτείται με…λογικές τιμές είναι σχεδιασμένη να εξαντληθεί μέσα στο προϊόν που αγοράζει. Μετά μπορεί να επιστρέψει απενοχοποιημένη στις συμβατικές ανάγκες μιας συμβατικής ζωής. [Κι αυτό γιατί οι αγωνιστικές σχέσεις που διεκδικούνται σε συναυλιακούς χώρους δεν μπορεί να πρεσβεύουν την πραγμάτωσή τους μέσα στους χώρους αυτούς, καθώς έτσι θα αυτοκαταργούνταν. Γι’ αυτό και είναι εντελώς άκυρη η όποια βάφτιση των συναυλιών ακόμη και ως “διαδηλώσεις”. Είναι γεγονός ότι πολλοί και πολλές συμμετέχοντες / συμμετέχουσες στο εναντιωματικό κίνημα έχουμε εκκινήσει την όποια αγωνιστική μας συνείδηση από την επαφή μας με την αιρετική τέχνη -συνήθως μέσα στο αστικό πλαίσιο- που, εντέλει, λειτούργησε και λειτουργεί χειραφετητικά. Κι αυτό γιατί η αιρετικότητά της, όταν την παίρνουμε στα δικά μας χέρια και την απελευθερώνουμε από το καθεστωτικό της πλαίσιο, συνίσταται στο ότι πρεσβεύει σχέσεις αλληλεγγύης και αντίστασης σε όλο το φάσμα της καθημερινής ζωής κι όχι στο χρονικό μήκος της δικής της επιδραστικότητας. Αυτή άλλωστε είναι και η έμπρακτη κριτική μας προς τους όποιους “αιρετικούς” καλλιτέχνες έχουν επιλέξει να λειτουργούν εντός του συστήματος]. Η αλληλεγγύη, από την άλλη, που συγκροτείται στο δρόμο, στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, στις διαδηλώσεις, στις συνελεύσεις, στις καταλήψεις, στα αυτοδιαχειριζόμενα στέκια, έξω από ή και μέσα σε δικαστήρια πραγματώνεται κάθε φορά ευθυγραμμιζόμενη με τα ίδια της τα περιεχόμενα. Και είναι πάντα εκεί όπου θα δεις εξαιρετικά σπάνια την όποια αλληλεγγύη των κάθε είδους απελευθερωτικών φουαγιέ να εμφανίζεται.
Έχοντας προσεγγίσει διάφορους τρόπους με τους οποίους οι μηχανισμοί του θεάματος κινούνται προς το εναντιωματικό κίνημα, στο δεύτερο μέρος, που θα δημοσιευτεί στο επόμενο τεύχος, θα διερευνήσουμε την αντίστροφη ροή της σχέσης, τον τρόπο, δηλαδή, που το εναντιωματικό κίνημα οικειοποιείται θεαματικούς κώδικες.