Υπάρχει μεγάλη προϊστορία στην απόπειρα της εκάστοτε κυρίαρχης ιδεολογίας να ταυτίσει την αναρχική αντίληψη με την γραφικότητα, την πολιτική ανωριμότητα και την κοινωνική ανυποληψία. Δεν είναι λίγες οι φορές μέσα στην ιστορία μάλιστα, που κάθε ανεπιθύμητο πολιτικό υποκείμενο, το οποίο αμφισβητούσε την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων χαρακτηριζόταν ως αναρχικό με μια ιδιότυπη έννοια εξωκοινωνικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι και στις μέρες μας οι δηλώσεις του υπουργού Προ.Πο για «παράδοση των εκκενωμένων καταλήψεων στην κοινωνία» επικαλούνται και αναπαράγουν ακριβώς αυτήν την κυρίαρχη αντίληψη. Στην ουσία οι καταληψίες τοποθετούνται φύσει και θέσει εκτός κοινωνίας, όχι φυσικά γιατί εναντιώνονται στην ίδια την αυτή καθαυτή έννοια της κοινωνίας, αλλά γιατί δεν αποδέχονται την κυρίαρχη κοινωνική οργάνωση. Τι πιο φυσικό για την εξουσία από το να προσπαθεί να αποκλείει κοινωνικά κάθε φορέα αντίστασης στις επιλογές της;
Αδιαμφισβήτητα, η αναρχική αντίληψη αποτέλεσε και αποτελεί ιστορικά σταθερή συνιστώσα αυτού που κάθε φορά αποκαλούμε εναντιωματικό κίνημα προς την καθεστωτική τάξη πραγμάτων. Η κριτική, η αμφισβήτηση, η άρνηση ήταν και είναι χαρακτηριστικές (αντι)στάσεις του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου τόσο απέναντι στις κυρίαρχες επιλογές όσο και στις εναλλακτικές μορφές κρατικής διαχείρισης του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ωστόσο, αυτές οι στάσεις ήταν και είναι, στον τρόπο που εκφράζονταν, αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής σχέσης με τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα της κοινωνικής συνείδησης μέσα στην εκάστοτε συγκυρία. Ποτέ δεν υπήρξε και δεν θα μπορούσε να υπάρχει μια εξωκοινωνική σχέση της αναρχικής αντίληψης με την κοινωνική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ακόμη και η εποχή της αναρχικής “ατομικής τρομοκρατίας” του τέλους του 19ου αιώνα δεν ήταν παρά ένα από τα αποτελέσματα της αιματηρής καταστολής της Κομμούνας του Παρισιού (που το 1871 κόστισε στη ζωή σε 30.000 εξεγερμένους, οι οποίοι είχαν επενδύσει όλο τους το είναι σε ένα συλλογικό εγχείρημα και όραμα). Είναι απολύτως κατανοητό, χωρίς να προχωρήσουμε εδώ σε μια δικαιολόγηση ή μη του φαινομένου, μετά την αιματηρή συντριβή ενός εμβληματικού συλλογικού εγχειρήματος να προκρίνεται ιστορικά μια μορφή ατομικών δράσεων.
Είναι προφανής, επομένως, η διαφορά μεταξύ μιας εξωκοινωνικής και μιας αντικοινωνικής σχέσης και στάσης. Από μεριάς της προπαγάνδας της εξουσίας, είναι εξαιρετικά φυσιολογικό να τοποθετείται μια “αντικοινωνική” στάση με την έννοια μιας αμείλικτης κριτικής των αναρχικών προς την κυρίαρχη κοινωνική οργάνωση (με σκοπό την ανατροπή της προς την κατάκτηση της συνείδησης της ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης) σε έναν εξωκοινωνικό χώρο με σκοπό τον κοινωνικό αποκλεισμό και την καθολική της περιθωριοποίηση. Σκοπός της εξουσίας είναι να ακυρώνει μια κριτική στάση προς την κοινωνία δημιουργώντας στερεότυπα για εξωκοινωνικά υποκείμενα που εμφανίζει ως “εχθρούς του λαού”, με σκοπό την ανενόχλητη εξόντωση τους. Σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες όπου η εξουσία έχει κατισχύσει πάνω στις κοινωνικές αντιστάσεις αυτή η τακτική είναι εκ των ων ουκ άνευ, τόσο για να φτάσει σε αυτή τη συνθήκη, όσο και για να την διατηρήσει.
Σε μια τέτοια συγκυρία και με αναφορά στις τελευταίες διαδοχικές συστημικές κρίσεις των τελευταίων χρόνων στα μέρη μας, εξελίχθηκε μια επίθεση στην αναρχική αντίληψη σε όλες της τις μορφές, τόσο σε επίπεδο προπαγάνδας όσο, φυσικά και παρεπόμενα, σε επίπεδο φυσικής καταστολής. Μια μορφή της κρατικής προπαγάνδας βασίστηκε ακριβώς πάνω σε αυτή την επιχειρηματολογία της “εξωκοινωνικότητας”, του “εσωτερικού εχθρού” ή των “εχθρών του λαού”. Κορυφαίο παράδειγμα είναι, από μεριάς της κυρίαρχης προπαγάνδας, η διαρκής και επίμονη -μέχρι εξαντλητικής λογικής καταχρηστικότητας- αναφορά του γεγονότος του εμπρησμού της Marfin στην απαρχή της συστημικής κρίσης, τον Μάη του 2010.
Οι ήττες των κοινωνικών αντιστάσεων που ακολούθησαν και δεν συνδέονται ως επακόλουθο του παραπάνω παραδείγματος, συμπεριλαμβανόμενης και της αφομοιωτικής δράσης της “αριστερής παρένθεσης” του Σύριζα, φάνηκαν να οδηγούν τον αναρχικό αντιεξουσιαστικό (α/α) χώρο σε μια σειρά πολιτικών εκπτώσεων. Αυτές αν και καταφανείς σε σύγκριση με τον χαρακτήρα των επιλογών του των προηγούμενων χρόνων, εμφάνισαν έναν “καινοφανή” επιχειρησιακό πρακτικισμό ως ουσιαστική αντιληψιακή αναβάθμιση πολιτικής αποτελεσματικότητας. Πρόκειται για μια φαινομενική γενίκευση μια και δεν αφορά το σύνολο του α/α χώρου, αλλά αυτό είναι ανάμεσα στις καταστάσεις που θα εξηγηθούν στην συνέχεια του κειμένου.
Μέσα στον πυρήνα αυτών των επιλογών μπορεί κανείς να αναγνωρίσει το γεγονός ότι αυτή η στρατηγική αποκλεισμού από μεριάς της εξουσίας (η οποία περιγράφηκε προηγουμένως), φαίνεται να δημιούργησε εξ αντιδιαστολής μια αγωνία των φυσικών φορέων της αναρχικής αντίληψης να πλειοδοτήσουν σε κινήσεις κοινωνικής αποδοχής, ούτως ώστε να βγουν από το κοινωνικό περιθώριο στο οποίο επιδίωξαν και επιδιώκουν να τους καταδικάσουν οι μηχανισμοί διαστρέβλωσης και συκοφάντησης. Γιατί είναι άλλο ομάδες και άτομα του κινήματος, στο πλαίσιο της αυτοκριτικής τους εξέλιξης, να θεωρήσουν εαυτούς “αυτοαναφορικούς” προκειμένου να επαναπροσδιορίσουν την κοινωνική τους δράση, κι άλλο να απαντούν σε μια κίνηση του κράτους να τους θέσει “εκτός κοινωνίας”.
Πριν μπούμε σε μια διαδικασία επεξήγησης αυτής της ποιότητας γενικευμένου ετεροπροσδιορισμού, είναι σημαντικό να παρακολουθήσουμε την επιχειρηματολογία βάσει της οποίας, στην διάρκεια της συστημικής κρίσης μετά το 2010, επικυρώθηκε ως φαινομενικά κυρίαρχη μέσα στον α/α χώρο η ανάγκη για πρόκριση της “άμεσης πολιτικής αποτελεσματικότητας”, στην ουσία ενός μαχητικού πρακτικισμού σε σχέση με την ανάγκη για παραγωγή θεωρητικού επαναπροσανατολισμού μέσα σε μια νέα δυσμενή κοινωνική συνθήκη, ενός προσανατολισμού απαραίτητου για τη συγκρότηση μιας ανατρεπτικής στρατηγικής με καινούργια εργαλεία. Η πρόκριση αυτή έχει να κάνει με τον ισχυρισμό ότι η “κριτική στην καθημερινή ζωή” και η “κριτική στην μαζική κουλτούρα” αφορούσαν την ελληνική κοινωνία σε περιόδους πριν την οικονομική κρίση. Αφορούσαν μια “κοινωνία της αφθονίας” που αποδομήθηκε με την είσοδο στην εποχή των μνημονίων. Κρίθηκε πλέον απαραίτητη η παραγωγή μιας κεντρικής πολιτικής πρότασης που εκτιμήθηκε ότι ήταν αυτό ακριβώς που ζητούσε ο “ελληνικός λαός” προκειμένου να ακολουθήσει αυτήν την… ιδιότυπη αναρχική πρωτοπορία. Πολιτικός συγκεντρωτισμός από τη μία και φετιχοποίηση της “μαχητικότητας” που υπερασπίζεται την συγκεντρωτική αυτή αντίληψη από την άλλη. Μια μαχητικότητα που σκοπό έχει να αναδειχτούν συγκεκριμένες συλλογικότητες στην κοινωνική συνείδηση ως “άξιοι αντίπαλοι του κράτους”. Και όπως είναι φυσικό, όταν αναφερόμαστε σε κεντρικές πολιτικές προτάσεις δεν μπορεί να λείπει η νομιμοποίηση συμμαχιών και μετώπων με “μαχητικά” κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Κοντολογίς, κάνει την εμφάνισή της και η ανάγκη για “τακτική” υποστήριξη καθεστωτικών αριστερών κομμάτων την περίοδο των εκλογών προκειμένου να διευκολυνθεί το πολιτικό πεδίο για την προώθηση των “κεντρικών απελευθερωτικών σχεδίων”. Οι αξιακές αναφορές ενός πολιτικού χώρου απαξιώνονται ως στείρα ιδεοληψία σε σχέση με την… δραματικότητα του πραγματικού για να δρομολογηθεί εντέλει ένας πολιτικός τακτικισμός.
Αυτό που πραγματικά συνέβη είναι ότι μερικές ομάδες, κυρίως των μητροπολιτικών κέντρων, που από καταβολής τους είχαν αυτές ακριβώς τις πολιτικές θέσεις, θεώρησαν ότι βρήκαν επιτέλους το γόνιμο πεδίο για να τις προωθήσουν. Να τις προωθήσουν ως κυρίαρχες και επικρατούσες πλέον επιλογές ενός α/α χώρου με την βοήθεια, φυσικά, μερικών κυριαρχικών εργαλείων, όπως η σχέση με το Θέαμα, αλλά και από την άλλη, μερικών κινηματικών συγκυριακών καταστάσεων.
Αυτές οι ομάδες δεν άλλαξαν μέσα στον χρόνο καμία πρότερη στρατηγική τους, πόσο μάλλον επειδή η “κοινωνία της αφθονίας” σκόνταψε στα μνημόνια. Η επιχειρηματολογία για τα αδιέξοδα μιας αναρχικής και αντιεξουσιαστικής αντίληψης που βασίζεται στην “κριτική της καθημερινής ζωής”, των εμπορευματικών αποκλεισμών και της μεσολάβησης, της κοινωνίας του θεάματος, ήταν και είναι μέρος μιας πολεμικής που επιθυμεί τον κινηματικό αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση αυτής της αντίληψης. Μια πολεμική που επιθυμεί να ηττηθεί στην κινηματική συνείδηση η συγκεκριμένη εναντιωματική τους αντίληψη προκειμένου να προωθηθεί ανενόχλητο ό,τι συνιστά τις δικές της δυνάμεις και προοπτικές ενάντια στο “καθεστώς”. Η τάση για ηγεμονία κάνει τις εξουσίες αλλά και τις όποιες αρνήσεις τους να μοιάζουν.
‘Ετσι, σύμφωνα με αυτή τη λογική, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τεχνικές του Θεάματος προς όφελός μας. Ιστορικά επιβεβαιωμένες θέσεις, όπως το γεγονός ότι «το μέσο είναι το μήνυμα» και ότι «το θέαμα ως διαμεσολαβητική δομή αφομοιώνει οτιδήποτε και οποιονδήποτε του απευθύνεται προς αναπαραγωγή», γίνονται διαπραγματεύσιμο υλικό μιας νέας πολιτικής ματαιοδοξίας που ερωτοτροπεί με την μαρξιστική έννοια της πρωτοπορίας. Για παράδειγμα, η σχέση του α/α χώρου με τους διαμεσολαβητικούς μηχανισμούς είχαν χαρακτήρα παρέμβασης στην λειτουργία τους, με τη λογική εκτροπής και οικειοποίησης τους στο πλαίσιο κλιμάκωσης ενός αγώνα. Τα τελευταία χρόνια επιδιώκεται από μια συγκεκριμένη νοοτροπία μια ιδιότυπη συνδιαλλαγή με τους μηχανισμούς του Θεάματος και της κυριαρχίας, στη βάση της οποίας οι μηχανισμοί αυτοί ιεραρχούν την κοινωνική ατζέντα και η αντικαθεστωτική δράση ορίζεται με βάση αυτή την ιεράρχηση.
Βάσει της ίδιας νοοτροπίας, οι εμπορευματικοί αποκλεισμοί αναπαράγονται απενοχοποιημένα πια στο όνομα του “σκοπού”… που όλα τα αγιάζει. Κάθε είδους μαγαζιά οικειοποιούνται κινηματικούς κώδικές και “φιλοξενούν” κινηματικές εκδηλώσεις, οι οποίες, από τη μεριά τους, διαδραματίζονται χωρίς να αμφισβητείται στο ελάχιστο η συνύπαρξη αμοιβαίας αποδοχής με τις δεδομένες εμπορευματικές δομές.
Η αλήθεια είναι ότι αυτά τα κυριαρχικά εργαλεία που, με υπολανθάνουσα ρητορική, “δουλεύουν για την επανάσταση” δεν θα μπορούσαν να λειτουργούν ανενόχλητα αν δεν το επέτρεπε η αδράνεια ενός μεγάλου μέρους του α/α χώρου. Μια αδράνεια που έχει πολλαπλές ερμηνείες, από την εσωτερίκευση της γενικευμένης κοινωνικής ήττας των αντιστάσεων μέχρι την αποδυνάμωση των συλλογικών διαδικασιών, από την εξάντληση των κινηματικών εργαλείων κατανόησης της πραγματικότητας μέχρι την αδυναμία συγκρότησης μιας συμπεριληπτικής πρότασης για τα νέα πολιτικά υποκείμενα. Αυτή η αδράνεια διαμορφώνει άλλου είδους προκρίσεις σε σχέση με μια απάντηση σε ηγεμονικές κινήσεις εντός του αμοιβαία υποτιθέμενου εναντιωματικού κινήματος. Κι αυτή η πρόκριση, πόσο μάλλον όταν τιθασεύει και μια διάχυτη αλλά υπόκωφη αγανάκτηση, εντέλει κοστίζει.
Μέσα σε αυτή την συνθήκη, αυτοί που δημιουργούν μεγαλύτερο θεαματικό θόρυβο φαίνεται να επιδιώκουν να διαμορφώσουν και μια νέα κοινωνική πρόσληψη για το σύνολο του α/α χώρου. Αυτή η πρόσληψη είναι στρεβλή, όχι μόνο γιατί δεν συμπεριλαμβάνει τον εσωτερικό συναγωνιστικό πλούτο της αναρχικής αντίληψης αλλά, κυρίως, γιατί διδάσκει την αδιαφορία για μια τέτοια συμπερίληψη. Έτσι, στην κοινωνική συνείδηση καταγράφεται ότι οι αναρχικοί μπορούν θεωρητικά να επικαλούνται την κατάργηση της ανάθεσης, κάνοντας παράλληλα ό,τι μπορούν για να την αναπαράγουν· μπορούν θεωρητικά να πολεμάνε την κομματική φιλοσοφία, κάνοντας την ίδια στιγμή ό,τι θα μπορούσε να την αναπαράγει· μπορούν θεωρητικά να πολεμάνε τον αστικό πολιτισμό, αλλά να συνδιαλέγονται και να επιβεβαιώνουν κατά περίσταση τις εναλλακτικές του μορφές.
Θύμα όλης αυτής της συνθήκης είναι η προοπτική ριζοσπαστικοποίησης της ίδιας της καθημερινής ζωής των υποτελών τάξεων. Με την είσοδο στην εποχή των μνημονίων η κοινωνία του Θεάματος κινήθηκε προς την οικειοποίηση κινηματικών μεθόδων που λειτουργούσαν, αν μη τι άλλο αποτελεσματικά, επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Κατάργηση οικονομικού αντιτίμου και διακίνηση αγαθών, η “τέχνη στο δρόμο”, ελεύθερη πρόσβαση στην “καλλιτεχνική δράση”. Πρακτικές που επιλέχθηκαν από τον “κόσμο της τέχνης” για να λειτουργήσουν ως επιλογές έκτακτης ανάγκης έγιναν αποδεκτές από έναν πολιτικό χώρο ακριβώς ως τέτοιες, χωρίς καν να προσεγγιστούν στη βάση της επισήμανσης ότι, στις δικές του εκφραστικότητες, οι πρακτικές αυτές είναι “κανονικότητα” κι όχι έκτακτη επιλογή. Και το λάθος αυτής της αποδοχής, φυσικά, ούτε ενδιαφέρει ούτε αφορά ομάδες και άτομα που ουδέποτε ενστερνίστηκαν αυτές τις πρακτικές, αλλά ενδιαφέρει και αφορά τις ομάδες και τα άτομα που δεν άρθρωσαν την απαραίτητη κριτική και αμφισβήτηση…
Στον κόσμο της οικονομίας και στα χρόνια της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης του Σύριζα επιχειρήθηκε η ενσωμάτωση πρακτικών κοινωνικής αλληλεγγύης στα καπιταλιστικά πρότυπα. Η απόπειρα καπιταλιστικοποίησης κινηματικών πρακτικών προχώρησε όχι μόνο ανενόχλητη αλλά και μεταμορφωμένη από μερικά συνεργατικά εγχειρήματα ως αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική προοπτική. Είναι άλλο να οργανώνεις συλλογικά έναν τρόπο αντιμετώπισης της επιβίωσης κι άλλο να θεωρείς την συλλογικότητα αυτή ανατρεπτικό εγχείρημα με ΦΠΑ και ΦΜΥ. Κι εδώ κρίνουμε απαραίτητο να διαφοροποιήσουμε ένα εγχείρημα όπως η ΒΙΟ.ΜΕ. που προχώρησε σε κατάληψη των μέσων παραγωγής. Λίγο πριν την είσοδο στην βιοπολιτική κρίση, μετά το 2020, η επίκληση για την άμεση ανάγκη συλλογής χρημάτων για κινηματικούς σκοπούς, διώξεις και οικονομική στήριξη, δρομολόγησε δεκάδες “μεγάλες εκδηλώσεις” με “μεγάλους καλλιτέχνες”, με αντίτιμο ή και χορηγίες (με όλη τη σημασία των λέξεων), μεταμορφωμένα σε “κουπόνια” και “ενισχύσεις” (δυστυχώς, για να κρατηθούν κινηματικά προσχήματα), σε μαγαζιά, σε γήπεδα και περίφρακτους χώρους. Αμφισβητήθηκαν, έτσι, στην πράξη πρακτικές αλληλεγγύης χρόνων, σε χώρους με ελεύθερη και ανοιχτή πρόσβαση, με ενσαρκωμένα χαρακτηριστικά ενός αντιεξουσιαστικού και ελευθεριακού πολιτισμού, ως πρεσβευτές ενός επίλεκτου ανατρεπτικού και αιρετικού παρελθόντος και ενός απελευθερωτικού μέλλοντος. Εδώ και τώρα.
Ιδιαίτερα στις μέρες μας, μερικά στέκια και καταλήψεις διεκδικούν μια συμπληρωματική λειτουργία με συνεργατικά μαγαζιά και εναλλακτικές εκδόσεις, με εναλλασσόμενες εκδηλώσεις και κοινή φιλοσοφία, στηρίζοντας στην ουσία εμπορευματικές δομές με κινηματικούς όρους και στηριζόμενα από τις εμπορευματικές δομές σε επίπεδο… κοινωνικότητας. Διεκδικούν μια απενοχοποιημένη σχέση με την εναλλακτική αστική τέχνη σε κινηματικά εδάφη με κινηματικούς όρους κι όλα αυτά στο πλαίσιο μιας νέας πολιτικής “ανοιχτότητας” απέναντι στην απομονωτική “απολυτότητα”, μιας άσκησης λαϊκής πολιτικής απέναντι στην –πάντα “αγαπημένη” ως αιρετική- πλην όμως, πάντα αυτοαναφορική, αντικουλτούρα.
Μέσα σε αυτήν την γενικευμένη δυστοπική συνθήκη, σαφώς και θεωρούμε κάθε δράση σημαντική στο βαθμό που συνεισφέρει στον κινηματικό πλούτο για το ξεπέρασμα της επιθετικής παρακμής. Οι αναφορές μας στο κείμενο για την πρόκριση της ριζοσπαστικοποίησης της καθημερινής ζωής έχουν να κάνουν με μια εναντίωση στη συνθήκη περιστολής των εκφραστικών μέσων του εναντιωματικού κινήματος. Θεωρούμε ότι το σύστημα δεν φοβάται την μετατροπή μας σε μαχητές και μαχήτριες, αλλά αυτή τη μαχητικότητα ως μέρος του ξεδιπλώματος του δημιουργικού φαντασιακού του δικού μας πολιτισμού. Γιατί πρόκειται για ένα πεδίο που θα είναι για πάντα ανεξερεύνητο από τις εξουσίες. Άρα και επικίνδυνο γι’ αυτές. Μια μαχητικότητα ως μέρος του ξεδιπλώματος όλων των εκφραστικών δυνατοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης στον δρόμο για την κατάκτηση της συνείδησης της ελευθερίας.
Εκτιμούμε ότι από την προηγούμενη δεκαετία, που ονομάζουμε και περίοδο των “θολών καιρών”, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο όπου ο κόσμος του Θεάματος οικειοποιήθηκε πρακτικές ενός μέρους του α/α χώρου. Αλλά και το αντίστροφο. Στο κείμενο αυτό εστιάζουμε στην κίνηση του α/α χώρου προς την οικειοποίηση πρακτικών και περιεχομένων του κόσμου του θεάματος. Το πρώτο μέρος του κειμένου υπάρχει στο τεύχος 3 των Φερτών Υλικών και αφορά την αντίστροφη διαδικασία, τον τρόπο που ο κόσμος του Θεάματος οικειοποιήθηκε πρακτικές του α/α χώρου.